Πύργος Ντάντολου, υπόλειμμα του φεουδαλικού παρελθόντος |
Τα παγιά τα χρόνια μεγάλο μερίδιο από την πίτα τση γαιοκτησίας είχαν οι τοπικοί αρχόντοι. Κάποιοι από δαύτους επέβαλαν βαριές υποχρεώσεις σε όσους είχανε αγροληπτικές σχέσεις μαζί τους, ασκούσαν εξουσία στην επικράτεια τους και δύσκολα έβρισκε κανείς το δίκιο του όταν τα ’βανε με αυτουνούς. Έτσι δεν τσου συμπαθάγανε και πολύ οι ποπολάροι.
Τούτο εκφράζεται στην ντόπια παράδοση μέσω κάποιων μυθευμάτων. Σ’ αυτά οι αρχόντοι, που στην πραγματική ζωή την έβγαναν πάντα καθαρή, βρίσκουν την τιμωρία τους μετά θάνατον και οι ποπολάροι βγαίνουν κερδισμένοι. Ακολουθούν δυο τέτοια παραδείγματα:
Κάποτε ένας κακομοίρης χωριάτης είχε ανάγκη και δανείστηκε όβολα από τον Κομπίτση, έναν πλούσιο άρχοντα τση χώρας που έδινε προστύχια (= προκαταβολική πώληση αγροτικών προϊόντων σε πολύ χαμηλή τιμή από αγρότες για την εξασφάλιση ρευστού) με μεγάλο διάφορο.
Ο χωρικός με τα χίλια ζόρια κατάφερε να αποπληρώσει το χρέος του και μετά το πέρας της συναλλαγής ζήτησε από τον άρχοντα το χαρτί του κοντράτου. Ο κόντες του είπε: «Δεν το έχω στο χέρι τώρα άμε καλιά σου και το χω εγώ κατά νου». Όταν όμως ο Κομπίτσης πέθανε, οι κλερονόμοι του βρήκανε στα χαρτιά του το χρέος του χωριάτη. Πήγαν το λοιπόν και τον βρήκαν για να του το ζητήσουν. Ο χωρικός τους είπε ότι το είχε ξεπληρώσει αλλά αυτοί δεν τον πίστεψαν και απείλησαν ότι θα τον ρίξουν φυλακή.
Τι να κάμει ο χωρικός, παράτησε τη φαμίλια του και κρυβόταν τσ’ ερημιές. Όπως τριγύριζε, κατά τα μεσάνυχτα επέρνουνε από ένα τράφο και άκουσε θορύβους. Νόμισε πως ήταν αυτοί που τον κυνηγούσαν και γι’ αυτό κρύφτηκε. Αλλά τι γλέπει; Μια ορδή διαόλων που στο τέλος της ακολουθούσε ο Κομπίτσης, φορώντας τη βελάδα του, με ένα σακί στην πλάτη. Ο χωρικός πετάχτηκε από την κρυψώνα του και είπε στον Κομπίτση τι κακό του 'καμε. Ο άρχοντας του ζήτησε να βρεθούν την επόμενη βδομάδα και να φέρει χαρτί και καλαμάρι για να του κάμει το συμφωνητικό ότι τονε ξεχρέωσε. Έτσι θα απάλλασε τον χωρικό από τον μπελά του. «Φόρσι και μου βγάλουνε ετούτο το σακί με τον ασβέστη» είπε ο άρχοντας. Ήταν η τιμωρία του για τα κακά που είχε κάμει.
Ένας άρχοντας από την φαμίλια των Μπενεβιτιδώνε (Μπενεβίτης και παραλλαγή με Καλοκαρδιάρη) ήταν άδικος άνθρωπος και αιματοφάης των φτωχώνε. Σαν πέθανε τον πήραν οι διαόλοι και για να τον τιμωρήσουν τονε κάμανε γάιδαρο. Οι διαόλοι ερχότανε κάθε βράδυ στη γη για τσι βρωμοδουγειές τους και μαζί τους σέρνανε τον άρχοντα-γάιδαρο φορτωμένονε.
Κάποια μέρα ένας νέος από τον Ποταμό που δούλευε στα καμίνια, εγελάστηκε από την ώρα και ασκώθηκε πολύ αμπωνόρα. Ντύθηκε λοιπόν και κίνησε για τη δουγειά του. Καθώς επέρνουνε από τον Κακόντραφο άκουσε γέλια και φωνές. Κοίταξε και είδε ότι ερχότανε ο γάιδαρος με μιλιούνια διαόλους. Το παιδί δεν πονηρεύτηκε και δεν τσου κατάλαβε.
Οι διαόλοι τον ρώτησαν που πάει και αυτός τσου ‘πε. Παμπόνηροι καθώς ήταν του πρότειναν «Δεν έρχεσαι στην δούλεψη μας να βγάλεις τα τρίδιπλα όβολα;». Η δουγειά του θα ήταν να δέσει στην σαμάρα του γαϊδάρου δυο κοφίνια, να τα γιομίζει πέτρες και να πηγαίνει να τα αδειάζει σ’ ένα πηγάδι εκεί κοντά. Όταν θα χωνότανε το πηγάδι θα τονε πληρώνανε και θα πήγαινε σπίτι του. «Για πιο γρήγορα βάνε και πανωγόμι (=φορτίο πάνω από το κυρίως φόρτωμα του σαμαριού), βαστάει ο γάιδαρος» του είπανε.
Ο νιός εδέχτηκε και αρχίνισε να φορτώνει τσι πέτρες. Τούτη η δουγειά γινότανε μοναχά το βράδυ. Σαν ελάλουνε ο πετεινός τονε παίρνανε και χανότανε. Το πηγάδι όμως ήταν άπατο. Έβγανε στην κόλαση και δεν θα χωνότανε ποτέ. Έτσι μια νύχτα που οι διαόλοι έτυχε να είναι μακριά ο γάιδαρος εμίλησε. Του είπε πως ήταν άνθρωπος και είχε κάμει πολλά κακά. Επίσης μολόησε στον νεαρό την μπαγαποντιά που του κάμανε. «Δεν θα σε αφήκουνε να φύγεις.
Άμα θες να γυρίσεις σπίτι σου βρες και γιόμισε τον κόρφο σου με βολβούς από κοπελούλες (=κυκλάμινα). Οι διαόλοι δεν θα μπορούνε να σε βλάψουνε και θα μπορέσεις να φύγεις» τονε συμβούλεψε. Επίσης του δωκε παραγγελία να πάει στην χώρα στην τάδε κοντράδα και στο τάδε σπίτι που ήτανε το αρχοντικό του. Εκεί να βρει τον γιό του και να του πει όσα είδε και έπαθε.
Ακόμη να ζητήσει από τον γιό να κάμει 40 συλλείτουργα απάνω στον τάφο του φόρσι και λιγοστέψουνε οι αμαρτίες του. Τέλος να μοιράσει όβολα τσου φτωχούς και να δώκει σ’ αυτόνε όσα του τάξανε οι διαόλοι. Έτσι ακριβώς έκαμε το παιδί και γλύτωσε από το μαρτύριο. Έγινε νοικοκύρης και είχε πάντα να λέει για το τι τράβηξε.
Αντλήθηκαν πληροφορίες απο:
Η έννοια του δικαίου στις λαϊκές δοξασίες, Γ. Χυτήρης – Κερκυραϊκά χρονικά τόμος XIX
Η νήσος Κέρκυρα – Joseph Partsch
Post A Comment: