Η ανάπτυξη των τραπεζών αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη στην οικονομική ιστορία του 19ου αιώνα, με αποτελέσματα που είναι ορατά μέχρι τη σύγχρονή μας εποχή. Πράγματι, πλάι στην αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών, οι τράπεζες, με τη μορφή που πήραν, καθώς και τα προϊόντα τους, αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες ολοκλήρωσης της βιομηχανικής επανάστασης, της επικράτησης του φιλελευθερισμού, ακόμη και του εθνικισμού, φαινομένων που, εν πολλοίς, διαμόρφωσαν τον σύγχρονο κόσμο.
Ιονική Τράπεζα: Η ιστορία της πρώτης τράπεζας στην Ελλάδα

Πρόλογος

Η ανάπτυξη των τραπεζών αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη στην οικονομική ιστορία του 19ου αιώνα, με αποτελέσματα που είναι ορατά μέχρι τη σύγχρονή μας εποχή. Πράγματι, πλάι στην αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών, οι τράπεζες, με τη μορφή που πήραν, καθώς και τα προϊόντα τους, αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες ολοκλήρωσης της βιομηχανικής επανάστασης, της επικράτησης του φιλελευθερισμού, ακόμη και του εθνικισμού, φαινομένων που, εν πολλοίς, διαμόρφωσαν τον σύγχρονο κόσμο.

Στο πλαίσιο αυτό, η ιστορία της Ιονικής Τράπεζας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, ώστε να δραστηριοποιηθεί σε μια ευρωπαϊκή περιοχή (τα Επτάνησα) χωρίς πρότερη εμπειρία σε ανάλογους οργανισμούς, και μέχρι το 1864 λειτούργησε ταυτόχρονα ως μία αυτοκρατορική βρετανική τράπεζα, αλλά και ως εθνικό (Επτανησιακό) χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Επιχείρησε ως άλλος ένας αποικιοκρατικός μηχανισμός, αλλά και ως θεσμός που τελικά συνέβαλε στην οικονομική μετεξέλιξη και ανάπτυξη της περιοχής.

Η ιστορία της γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα μετά το 1864, οπότε λειτουργεί πλέον στο πλαίσιο του ελληνικού βασιλείου. Λειτουργεί ως φορέας υλοποίησης της ελληνικής νομισματικής πολιτικής (εκδοτικό δικαίωμα), αλλά και ως δίαυλος εξυπηρέτησης των βρετανικών συμφερόντων στη χώρα. Επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές βρετανικού ενδιαφέροντος, παραμένοντας ταυτόχρονα βασικός αρωγός της ελληνικής βιομηχανίας και της σημαντικότατης παραγωγής σταφίδας.

Σε όλο το παραπάνω διάστημα, αντιμετωπίζει τον σκληρό ανταγωνισμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, με κεντρικό σημείο τριβής το εκδοτικό δικαίωμα. Η κατάληξη ήταν προδιαγεγραμμένη, από τη στιγμή, μάλιστα, που το ελληνικό κράτος είχε επιλέξει την Εθνική ως τον οικονομικό φορέα υλοποίησης της εθνικής στρατηγικής. 

Όταν το 1920 το εκδοτικό δικαίωμα της Ιονικής Τράπεζας λήγει, ο κύκλος εργασιών της αρχίζει να περιορίζεται και οι μέτοχοι του Σίτυ αναζητούν λύσεις στην επέκταση της τράπεζας στον μεσογειακό χώρο. Στη δεκαετία του 1950, όμως, ο κυπριακός αγώνας και οι πολιτικές ανακατατάξεις στην Αίγυπτο δίνουν τη χαριστική βολή στον πολυεθνικό χαρακτήρα της Ιονικής, τουλάχιστον όσον αφορά στη γεωγραφική εξάπλωση των εργασιών της. 

Από εκεί και ύστερα, η Ιονική Τράπεζα υποβαθμίζεται σε ένα μικρομεσαίο ελληνικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, για να πωληθεί, να κρατικοποιηθεί και, τελικά, να ιδιωτικοποιηθεί ξανά, απορροφούμενη από έναν στιβαρό ιδιωτικό τραπεζικό όμιλο της νέας χιλιετίας.

Ιονική Τράπεζα

Εισαγωγή

Τα Επτάνησα (όσον αφορά στη μεταμεσαιωνική και νεώτερη ιστορία τους) αποτελούσαν μια καθαρά ευρωπαϊκή περιοχή. Η ιστορική τους μοίρα τα έφερε, από νωρίς σχετικά, στην κυριαρχία των Βενετών, με αποτέλεσμα η γεωγραφική τους θέση να μη συμπίπτει με την κοινωνικοπολιτισμική τους ταύτιση. 

Αν και σε απόσταση αναπνοής από τις Οθωμανικές ακτές, οι κάτοικοι των Επτανήσων παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη, γίνονταν κοινωνοί των ευρωπαϊκών κατακτήσεων και κινημάτων, συμμερίζονταν τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις των υπολοίπων Ευρωπαίων.

Παρά ταύτα, η πτώση της διεθνούς ισχύος της Βενετίας και η ταυτόχρονα αυξανόμενη αυταρχικότητα τους κράτους, είχαν ως συνέπεια την παρεμπόδιση της παρακολούθησης των μεγάλων ευρωπαϊκών εξελίξεων των τελών του 18ου αιώνα. 

Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι και ο καθαρά αποικιοκρατικός χαρακτήρας των πρώτων ετών της Βρετανικής Προστασίας, παρέτειναν αυτήν την κατάσταση μέχρι τη δεκαετία του 1830, οπότε οι πολιτικές εξελίξεις στα νησιά επέτρεψαν τη σχετική ανάδυση του αστικού πολιτικού λόγου, ο οποίος, εκτός από την εθνική ολοκλήρωση, διεκδικούσε την εφαρμογή των ευρωπαϊκών επιτευγμάτων που θα είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη και, ως εκ τούτου, την κοινωνικοπολιτική εξέλιξη του τόπου.

Ένα από τα κυριότερα αιτήματα, λοιπόν, των Επτανησίων, ήταν η ίδρυση ενός τουλάχιστον χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με εκδοτικό δικαίωμα, το οποίο θεωρούσαν ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης.

Κατά τον Μεσαίωνα και μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, στα Επτάνησα δεν υπήρχε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Πρόκειται, άλλωστε, για μια εποχή που στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, και υπό τις επιταγές της Καθολικής Εκκλησίας, απαγορεύεται ουσιαστικά ο έντοκος δανεισμός, στοιχείο που λειτουργούσε αποτρεπτικά στην ίδρυση δανειοδοτικών οργανισμών, ενώ η κοπή νομισμάτων παρέμενε σχεδόν αποκλειστικά υπό κρατικό έλεγχο, με την αξία του χρήματος να προσδιορίζεται δεσμευτικά από την εμπορική αξία των μετάλλων από τα οποία αποτελούνταν και την καθαρότητά τους σε αυτά. 

Οι μικροί παραγωγοί και επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο και τη βιοτεχνία (συμπεριλαμβανομένης της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων),

κατέφευγαν στην υποτιμημένη προπώληση μέρους της παραγωγής (προστύχιον) και στον δανεισμό με ενέχυρο (βλησίδι) προκειμένου να εξασφαλίσουν κεφάλαια για τη διεύρυνση του κύκλου εργασιών τους. Οι ατομικές ή συνεταιριστικές επιχειρήσεις μεγαλύτερης κλίμακας αντλούσαν τα απαραίτητα κεφάλαια κυρίως από τον συσσωρευμένο πλούτο των ιδιοκτητών τους.

Παράλληλα με τα παραπάνω, υπήρχε και ο καθαρά έντοκος δανεισμός από Εβραίους χρηματιστές, φαινόμενο που υπήρξε, πάντως, περιορισμένο και ευκαιριακό και, ως εκ τούτου, δεν επηρέασε ιδιαίτερα τις εξελίξεις Η ίδρυση στην Κέρκυρα κρατικού Ενεχυροδανειστηρίου (Monte di Pietà) το 1631, δεν βελτίωσε την κατάσταση, κυρίως λόγω της πλημμελούς διαχείρισής του, που είχε σαν αποτέλεσμα την περιορισμένη και κατά καιρούς διακοπτόμενη λειτουργία του.

Οι πολιτικές ανακατατάξεις των αρχών του 19ου αιώνα έφεραν στο προσκήνιο την υποβαθμισμένη μέχρι τότε αστική τάξη, η οποία είχε οπωσδήποτε διάθεση να δραστηριοποιηθεί οικονομικά, έχοντας ως βάση την αναδυόμενη ναυτιλία και το θαλάσσιο εμπόριο. 

Παρά ταύτα, η διατήρηση του αναχρονιστικού φεουδαλικού συστήματος που διείπε το βασικό παραγωγικό κεφάλαιο, δηλαδή τη γη, καθώς και τη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων σε συνδυασμό με το ύφος εξουσίας των πρώτων, κυρίως, Βρετανών Αρμοστών, δεν επέτρεψε τη δημιουργία ενός ευνοϊκού για την οικονομική ανάπτυξη θεσμικού πλαισίου, ούτε των απαραίτητων υποδομών.

Αντίθετα, εντάθηκε η εκμετάλλευση των μικροκαλλιεργητών από τους οικονομικά ευρωστότερους, με τον πλέον αντιπαραγωγικό τρόπο, αφού, μάλιστα, εισήχθη και η ποινή της προσωποκράτησης για μη εξυπηρετούμενα χρέη.

Ο ευρωπαϊκός αναβρασμός της δεκαετίας του 1830 (βελγική επανάσταση, έξωση Βουρβόνων από τη Γαλλία κ.τ.λ.) είχε επίδραση και στα Επτάνησα. Οι φιλελεύθεροι και οι αστοί με επικεφαλής τον Α. Μουστοξύδη, ισχυροποίησαν τη θέση τους στην Ιόνιο Βουλή και ενέτειναν τις προσπάθειές τους για πρόοδο σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Με την πρόθεση να απαγκιστρωθεί ο πρωτογενής τομέας από την τοκογλυφία και να αποκτήσει οργανωμένη χρηματαγορά με γνώμονα την ανάπτυξη, η 5η Βουλή προέβλεπε με νόμο της (Ν. 83/16.7.1837) την ίδρυση πιστωτικής και αποταμιευτικής τράπεζας με εκδοτικό δικαίωμα και κρατική συμμετοχή στο κεφάλαιο και τη διοίκηση.

Η απόπειρα αυτή δεν ευοδώθηκε λόγω της απροθυμίας συμμετοχής των ντόπιων κεφαλαιούχων που θεωρούσαν προσφορότερη την τοκογλυφία και η Αρμοστεία του Sir Howard Douglas στράφηκε προς την πρωτοβουλία μιας ομάδας επενδυτών που δραστηριοποιήθηκε σχετικά με έδρα το Λονδίνο.
Ιονική Τράπεζα Κέρκυρα

Η ίδρυση της Ιονικής Τράπεζας

Το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων βρήκε τη Βρετανία ισχυροποιημένη όσο ποτέ στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή. Έπειτα από αιώνες αποκλεισμού από την ηπειρωτική Ευρώπη, η Αλβιόνα είχε καταφέρει να οικοδομήσει ένα στιβαρό δίκτυο επιρροής, να αποκτήσει εδαφικά ερείσματα και να αναγνωριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα μέλη ενός διεθνοπολιτικού οργανισμού διαχείρισης των ευρωπαϊκών πραγμάτων (Ιερά Συμμαχία). 

Ταυτόχρονα, όχι μόνο δεν είχε υποστεί την αφαίμαξη που υπέστησαν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις σε οικονομικό, υλικοτεχνικό και πληθυσμιακό επίπεδο, όχι μόνο είχε αποφύγει τους κοινωνικοπολιτικούς κλυδωνισμούς που συντάραξαν άλλα καθεστώτα, αλλά είχε εκμηδενίσει ναυτικά τους εμπορικούς της αντιπάλους, αναδεικνυόμενη μόνη κυρίαρχος ενός εμπορικού δικτύου που εκτεινόταν από τη Ρωσία έως την ανατολική Μεσόγειο.

Κρίσιμης σημασίας βάση για τα βρετανικά συμφέροντα στη Μεσόγειο αποτελούσαν τα Επτάνησα, για τα οποία η Βρετανία είχε λάβει εντολή προστασίας από τη Συνδιάσκεψη των Παρισίων το 1815. Οι Βρετανοί δεν είδαν στα Επτάνησα μόνο στρατηγική αξία, αλλά από την αρχή αντελήφθησαν ότι τα επτανησιακά λιμάνια και η ενδοχώρα αποτελούσαν ένα πολύτιμο πεδίο εμπορικής εκμετάλλευσης και επέκτασης στις απέναντι επάκτιες περιοχές. 

Τα ίδια τα νησιά διέθεταν έναν αρκετά μεγάλο πληθυσμό, ο οποίος, χάρη στη διαφορική οικονομική του διαστρωμάτωση, απορροφούσε σημαντική ποικιλία και μεγάλες ποσότητες βρετανικών βιομηχανικών προϊόντων. Οι εκατέρωθεν ηπειρωτικές ακτές αποτελούσαν εδάφη εν γένει φτωχά σε υλικοτεχνικούς όρους, στοιχείο που ευνοούσε τη βρετανική εμπορική διείσδυση. 

Παράλληλα, τόσο τα Επτάνησα, όσο και οι απέναντι ακτές, παρήγαγαν σημαντικές ποσότητες φθηνών πρωτογενών προϊόντων, χρήσιμων στο βρετανικό εμπόριο και τη βιομηχανία, πολλαπλασιάζοντας τα οφέλη από την Προστασία, η οποία, ούτως ή άλλως, ήταν σχετικά ανέξοδη.

Από ό,τι προκύπτει, τα παραπάνω, και όχι καθ’ αυτή τη χρηματοοικονομική εξυγίανση των Επτανήσων, είχαν στο μυαλό τους οι Βρετανοί επενδυτές με τους οποίους ήρθε σε επαφή ο εντεταλμένος του Αρμοστή Douglas, Sir Alexander Wood στα τέλη του 1837. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συγκεκριμένη ομάδα επενδυτών είχε πρωτοστατήσει λίγο νωρίτερα (1833-5) στην ίδρυση μιας σημαντικής αποικιακής τράπεζας, της Royal Bank of Australasia and South Africa. 

Το στοιχείο αυτό μας διαφωτίζει σχετικά με τις διασυνδέσεις της ομάδας στα υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια του Λονδίνου, αλλά και με την αρχική της αντίληψη αναφορικά με την υπό ίδρυση Ιονική Τράπεζα. Σύντομα, πάντως, οι επενδυτές ανακάλυψαν ότι στην περίπτωση της Ιονικής έπρεπε να επιχειρήσουν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον και να λάβουν υπ’ όψιν τις ιδιαίτερες παραμέτρους του. Για τον λόγο αυτό, χρειάστηκαν αρκετά περισσότερο χρόνο απ’ ότι για να ιδρύσουν την Royal Bank of Australasia and South Africa.

Είναι βέβαιο ότι η αλληλογραφία που ανέπτυξε στη συνέχεια ο John Wright με τον Αρμοστή Douglas, τον πρόεδρο της Ιονίου Γερουσίας, Κόμη Σπ. Βούλγαρη και τον Sir A. Wood, όπως και η αποστολή στα νησιά του μελλοντικού γενικού γραμματέα της εταιρείας, George Ward, στάθηκαν ιδιαίτερα διαφωτιστικές για τους επενδυτές, οι οποίοι διείδαν σημαντικά οφέλη στο να ιδρύσουν μια κρατική και όχι αποικιακή τράπεζα στο επτανησιακό προτεκτοράτο. 

Στο prospectus της «Ιονικής Κρατικής Τράπεζας» που κυκλοφορήθηκε στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1839 δηλωνόταν ότι η τράπεζα θα ιδρυόταν με βάση τον Νόμο του 1837 της Ιονίου Βουλής και την πρόσκληση του Αρμοστή των νησιών. Παράλληλα, τονίζονταν η σημασία του εμπορίου της σταφίδας και των Ιόνιων λιμένων ως διαμετακομιστικών σταθμών για την εξαγωγή βρετανικών προϊόντων στην απέναντι ευρωπαϊκή ενδοχώρα.

Παρά την εκκρεμότητα σημαντικών ζητημάτων, διατέθηκαν 3.500 μετοχές της υπό ίδρυση τράπεζας, ενώ άλλες 500 προβλεπόταν να διατεθούν σε Επτανησίους επενδυτές. Με βάση την ανταπόκριση του κοινού, η ομάδα του Wright συνήψε ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο προβλεπόταν η ίδρυση της τράπεζας ως εταιρεία ή συμμετοχική επιχείρηση με διοικητικό συμβούλιο και μετόχους. 

Αν και αυτή η κίνηση έδινε κάποια νομική βάση στο εγχείρημα, απαιτούνταν αρκετές ακόμη διαδικασίες για την επίσημη ίδρυση, καθώς η ομάδα του Wright είχε την πρόθεση να ιδρύσει την τράπεζα ως επιχείρηση υποκείμενη στην ιόνια και όχι τη βρετανική νομοθεσία. Το σημείο αυτό διαφοροποιεί την Ιονική από τις υπόλοιπες υπερπόντιες βρετανικές τράπεζες που είχαν ιδρυθεί κατά τη δεκαετία του 1830, αποδίδοντάς της τον δυϊκό χαρακτήρα ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί ταυτόχρονα αυτοκρατορικό (βρετανικό) και εθνικό (επτανησιακό) οικονομικό θεσμό.

Στη συνέχεια, οι επενδυτές απέστειλαν στην Κέρκυρα τους G. Ward και James Hunter (ο τελευταίος είχε εισαχθεί στη «διοίκηση» της υπό ίδρυση τράπεζας) με σκοπό να διαπραγματευτούν με τους τοπικούς θεσμικούς παράγοντες το καθεστώς της μελλοντικής τράπεζας. 

Οι δύο απεσταλμένοι είχαν εντολές να διατρανώσουν την πλήρη αντίθεση των επενδυτών σε οποιαδήποτε κυβερνητική παρέμβαση στην εσωτερική λειτουργία της τράπεζας, αλλά κυρίως να διαπραγματευτούν τους όρους σχετικά με το εκδοτικό δικαίωμα της Ιονικής.

Παρά την απουσία σχετικής αναφοράς από το prospectus της Ιονικής τον Ιανουάριο του 1839, το εκδοτικό δικαίωμα θεωρούταν από τους επενδυτές ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την ίδρυση της τράπεζας. Σε επιστολή τους προς τον Αρμοστή Douglas, οι επενδυτές καθιστούσαν σαφές ότι η έκδοση χαρτονομισμάτων θα καλυπτόταν από την εξόφληση συναλλαγματικών. 

Συνεπώς, η φερεγγυότητα του κυκλοφορούντος νομίσματος θα κρινόταν με βάση τη φερεγγυότητα των εξοφλούμενων συναλλαγματικών και θα κινδύνευε μόνο στην περίπτωση που τα στελέχη της τράπεζας στα νησιά αποτύγχαναν να ελέγξουν το αντίκρισμα των συναλλαγματικών που εξοφλούσαν, είτε λόγω ανταγωνισμού, είτε εξ αιτίας μεγάλης πίεσης από ντόπιους παράγοντες. 

Επιπλέον, τόνιζαν ότι αρκούσε ο κρατικός έλεγχος των περιοδικών αποδόσεων της τράπεζας για να πιστοποιείται η νομιμότητα της έκδοσης νομισμάτων, η οποία θεωρούσαν ότι μπορούσε να φτάσει το τριπλάσιο του κεφαλαίου της Ιονικής.

Με αυτή την επιχειρηματολογία, η οποία στηριζόταν και στους θεωρητικούς της Νομισματικής Σχολής που κέρδιζαν έδαφος στη Βρετανία, οι επενδυτές ζητούσαν από το Ιόνιο κράτος την (μη δεδομένη εκείνη την εποχή) αποκλειστικότητα στο εκδοτικό δικαίωμα. 

Κατά την επιχειρηματολογία τους, ο έλεγχος της κυκλοφορίας του νομίσματος και, ως εκ τούτου, της διακύμανσης των τιμών, θα ήταν εφικτός μόνο με την θέσπιση αποκλειστικού εκδοτικού δικαιώματος, καθώς σε τέτοια περίπτωση οι αντιδράσεις της τράπεζας σε τυχόν κραδασμούς της αγοράς, θα ήταν άμεσες και αποτελεσματικές, με κύριο όπλο τα επιτόκια προεξόφλησης των συναλλαγματικών.

Ο Αρμοστής Douglas έδειξε να πείθεται από τους συμπατριώτες του επενδυτές και επιχείρησε να προωθήσει το θέμα της Ιονικής στα υπόλοιπα θεσμικά όργανα του κράτους (Βουλή – Γερουσία), καθώς ήταν απαραίτητη μια νομοθετική ρύθμιση για την επιτυχή κατάληξη του εγχειρήματος. 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο προηγούμενος νόμος 83/1837, προέβλεπε την ίδρυση εθνικής τράπεζας με κρατική συμμετοχή στο κεφάλαιο και τη διοίκηση, κεφάλαιο ₤100.000 και εκδοτικό δικαίωμα ανερχόμενο στο ήμισυ του κεφαλαίου. 

Ως εκ τούτου, οι διαφοροποιήσεις του σχήματος της Ιονικής σε σχέση με τον νόμο 83/1837, έπρεπε να καλυφθούν νομικά, είτε με την ψήφιση νέου νόμου, είτε με σχετική, εγκεκριμένη από τη Βουλή, τροπολογία του Ν. 83/1837.

Στο σημείο αυτό τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται. Την Άνοιξη του 1839 το πολιτικό σκηνικό των Επτανήσων ήταν ρευστό, με τις πολιτικές δυνάμεις και την Αρμοστεία εν βρασμώ, καθώς η φιλελεύθερη αντιπολίτευση διεκδικούσε αλλαγή του εκλογικού συστήματος, ελευθεροτυπία και φιλελευθεροποίηση του Συντάγματος. 

Στο πλαίσιο αυτό, οι φιλελεύθεροι πολιτικοί αντιμετώπιζαν με δυσπιστία κάθε εξέλιξη που ισχυροποιούσε τα βρετανικά συμφέροντα στο Ιόνιο κράτος. Αυτή τους η δυσπιστία διατυπώθηκε με ενστάσεις που επικεντρώνονταν στο ύψος του εκδιδομένου από την Ιονική νομίσματος και το αντίκρισμά του, ενώ η Βουλή (στην οποία ο Douglas είχε διαβιβάσει τον φάκελο της Ιονικής) συγκρότησε ειδική επιτροπή για να εξετάσει το θέμα.

Κατά την άποψη του Αρμοστή, η συγκρότηση της επιτροπής συνιστούσε κωλυσιεργία, στην οποία απάντησε με διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών. Στη νέα Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές, βέβαια, οι φιλελεύθεροι βρέθηκαν ενισχυμένοι, αλλά το νεκρό κοινοβουλευτικά μεσοδιάστημα, επέτρεψε στον Douglas να μεταθέσει το θέμα της Ιονικής στην πιο συντηρητική Γερουσία. 

Και στη Γερουσία, όμως, οι εξελίξεις δεν στάθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές, τουλάχιστον αρχικά. Ο τότε πρόεδρος, Δ.Α. Χαλικιόπουλος θεωρούσε ότι το θέμα έπρεπε να ρυθμιστεί από τη Βουλή, ενώ πολλοί γερουσιαστές που προέρχονταν από τις τάξεις της γαιοκτητικής αριστοκρατίας έθεταν ως προϋπόθεση της επίνευσής τους τη δυνατότητα δανεισμού τους από την Ιονική με εγγύηση τη γη τους. Παρόμοια με τον Δ.Α. Χαλικιόπουλο στάση κράτησε και ο διάδοχός του Κόμης Βιλέττας.

Εκτός από τους Επτανησίους πολιτικούς, σκεπτικιστική, αν όχι αρνητική, στάση κράτησε και ο Θησαυροφύλακας του Ιονίου Κράτους, Στρατηγός Woodhouse. Ο Βρετανός αξιωματικός δεν επιθυμούσε την ίδρυση της Ιονικής, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε προταθεί, καθώς έπληττε τα προσωπικά του συμφέροντα. Διαχειριζόμενος τον ασφαλέστερο αποταμιευτικό θεσμό των νησιών, ο Θησαυροφύλακας είχε αναπτύξει προσωπική τραπεζική δραστηριότητα στον χώρο του ιδρύματος. 

Ως εκ τούτου, πρόβαλλε ως θεματοφύλακας του Ιόνιου Κράτους και επιτιμητής των προθέσεων των Βρετανών επενδυτών. Ο ρόλος του Woodhouse έφερε τον Αρμοστή προ εκπλήξεως, οδηγώντας τον να προτείνει στους Ward και Hunter να αποδεχθούν μετριότερα προνόμια για την υπό ίδρυση τράπεζα.

Οι αντιδράσεις των Επτανησίων πολιτικών και του Woodhouse διατήρησαν τα πράγματα σε σχετική στασιμότητα για έξι περίπου μήνες, ασκώντας ισχυρή πίεση στο επενδυτικό σχήμα του Λονδίνου. Όταν, μάλιστα, τον Οκτώβριο του 1839, μία τοπική πρωτοβουλία για την ίδρυση αμιγώς επτανησιακής τράπεζας έδειχνε να κερδίζει έδαφος, η ομάδα του Wright, ήταν έτοιμη να αποδεχθεί ό,τι η επιμονή του Αρμοστή Douglas μπορούσε να εξασφαλίσει. 

Ένα θέσπισμα (Atto di Governo στην ορολογία της εποχής) της Γερουσίας, με ημερομηνία 23/10/1839, έκανε δεκτή την αίτηση που είχαν υποβάλει οι Ward και Hunter εξ ονόματος των επενδυτών. Το θέσπισμα αυτό αναγνώριζε μεν εικοσαετές αποκλειστικό εκδοτικό δικαίωμα στην τράπεζα, διέγραφε δε τον όρο «Κρατική» από τον τίτλο της (η προταθείσα ονομασία ήταν “Ionian State Bank”), ενώ περιόριζε την έκδοση χαρτονομίσματος στο ήμισυ του κεφαλαίου της.

Σε ακολουθία του παραπάνω θεσπίσματος και σε συνδυασμό με τις επαφές των επενδυτών της Ιονικής με τη βρετανική κυβέρνηση, η ιδρυτική πράξη της Ιονικής Τράπεζας υπεγράφη στο Λονδίνο στις 14 Σεπτεμβρίου του 1840. Φυσικά, χρειάζονταν πολύς χρόνος και αρκετά χρονοβόρες διαδικασίες για να εκδοθεί το βασιλικό διάταγμα (Royal Charter) που αναγνώριζε την Ιονική από πλευράς του βρετανικού κράτους και το οποίο εξεδόθη μόλις το 1844.

Ιονική Τράπεζα Κέρκυρα

Η λειτουργία της Ιονικής

Ι. Επτάνησα

Παρά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τις επιδιώξεις των επενδυτών της Ιονικής, που, για πολλούς, έρχονταν σε αντίθεση προς τα συμφέροντα των Επτανησίων, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η λειτουργία της τράπεζας υπήρξε ευεργετική για τα νησιά και τον πληθυσμό τους. Φυσικά, δεν είναι της παρούσης να κριθεί το μέγεθος των ωφελημάτων, ούτε να παρατεθούν εικασίες για τον θετικότερο ή μη ρόλο που θα είχε μια τοπική τράπεζα, αν είχαν τελεσφορήσει οι προσπάθειες του 1837 ή της ομάδας του Βιάρου Καποδίστρια δύο χρόνια αργότερα.

Ένα στοιχείο που, αναμφισβήτητα, είχε θετική επίδραση στην οικονομία και την κοινωνία των Επτανήσων, ήταν η επιβεβλημένη από τις γεωγραφικές συνθήκες οργάνωση της Ιονικής Τράπεζας σε υποκαταστήματα. Ήδη από το 1840 η Ιονική εγκαινίασε καταστήματα στην Κέρκυρα, την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Η λειτουργία τους ευνόησε τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των νησιών, οι οποίες αυξήθηκαν σε αριθμό και όγκο, ενοποιώντας τις οικονομίες τους, προάγοντας τις επαφές και τις συμπράξεις μεταξύ των κατοίκων τους.

Η ομογενοποίηση του Ιόνιου οικονομικού χώρου έγινε ακόμη πιο σαφής με τον άμεσο διορισμό πρακτόρων της Ιονικής στην Μάλτα, την Ανκόνα, τη Βενετία και την Τεργέστη. Το δίκτυο των πρακτόρων της τράπεζας διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο από τον Δεκέμβριο του 1843 μέχρι το 1845, οπότε η Ιονική βρέθηκε να διαθέτει αντιπροσώπευση σε έναν τεράστιο οικονομικό χώρο από το Λονδίνο μέχρι την Αλεξάνδρεια. 

Οι Επτανήσιοι επιχειρηματίες και έμποροι μπορούσαν πλέον να κινηθούν με άνεση σε ένα διευρυμένο διεθνές περιβάλλον, να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις και τον κύκλο εργασιών τους, κερδίζοντας σε χρήμα, αναγνώριση και εμπειρία.

Εμπειρίες απέκτησαν οι Επτανήσιοι και μέσω της υπηρεσίας τους στα διάφορα κλιμάκια της τράπεζας. Αν και, αρχικά τουλάχιστον, το διευθυντήριο του Λονδίνου προτιμούσε να διορίζει Βρετανούς στις κρίσιμες θέσεις, αργά, αλλά σταθερά, αυξάνονταν οι θέσεις που στελεχώνονταν από Επτανησίους. 

Η κατάρτιση που λάμβαναν τα στελέχη αυτά είχε επίδραση στον οικονομικό, αλλά και τον πολιτικό πολιτισμό των νησιών και, μετά την Ένωση, του ελληνικού κράτους εν γένει.
Επίσης, οι καταθετικές και δανειοδοτικές υπηρεσίες που πρόσφερε η Ιονική Τράπεζα, οδήγησαν, εν πολλοίς, σε σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στα Επτάνησα.

Όπως ανεφέρθη παραπάνω, δύο φαινόμενα μάστιζαν την κυκλοφορία του χρήματος και τις δανειακές συναλλαγές στα Επτάνησα: η τοκογλυφία και ο αποθησαυρισμός. Η έναρξη των εργασιών της Ιονικής έδωσε ένα καινούριο στίγμα στην τοπική αγορά χρήματος, παρ’ ότι τα αποτελέσματα έγιναν αισθητά ύστερα από αρκετά χρόνια. 

Με την εμφάνιση της τράπεζας και τη σταδιακή αποδοχή της από τους ντόπιους, άρχισε να αλλάζει η συμπεριφορά των τελευταίων απέναντι στο χρήμα: τα κεφάλαια δεν αποθησαυρίζονταν αλλά κατατίθονταν και τοκίζονταν, ενώ τα επιχειρηματικά δάνεια χορηγούνταν πια με βάση ορθολογικούς όρους και όχι τις προσωπικές σχέσεις και το κοινωνικό status του πιστωτή και του δανειζομένου. 

Ως εκ τούτου, τα δανειζόμενα κεφάλαια έπρεπε να επενδύονται αποδοτικά, προκειμένου να εξυπηρετούνται τα δάνεια. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, σε συνδυασμό με την άρση των μερκαντιλιστικών κωλυμάτων με την άρση της Προστασίας και την Ένωση των Επτανήσων με το Βασίλειο της Ελλάδος, είχε ως αποτέλεσμα την «απογείωση» του δευτερογενούς τομέα, με επίκεντρο την Κέρκυρα.

Κατά την περίοδο της Προστασίας, το Ιόνιο Κράτος βρήκε στην Ιονική έναν μεγάλο πιστωτή, ο οποίος παρείχε χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις για την υλοποίηση του κρατικού προϋπολογισμού και των δημοσίων έργων. Η πρώτη αίτηση για χορήγηση δανείου ₤15-20.000 έγινε το καλοκαίρι του 1839, αλλά απερρίφθη καθώς η ίδρυση της τράπεζας δεν είχε ακόμη εγκριθεί. 

Ακολούθησε η σύναψη δανείου ύψους ₤13.000 το 1840, η οποία εγκαινίασε τη χρηματοπιστωτική εξάρτηση του Ιονίου Κράτους από την Ιονική. Κατά την περίοδο της Ένωσης (1864-5) ο κρατικός οργανισμός των Επτανήσων όφειλε στην τράπεζα ₤52.000 με τόκο 4 έως 7%. 

Οι Ριζοσπάστες και οι υπόλοιποι φιλελεύθεροι των νησιών, πάντως, θεωρούσαν ότι η κατάσταση αυτή επέτρεπε την εκβιαστική απόσπαση προνομίων και την υπαγόρευση της κρατικής πολιτικής από πλευράς της Ιονικής Τράπεζας και των Βρετανών. Αυτή η σχέση δανείων – προνομίων συνεχίστηκε και μετά την Ένωση.

ΙΙ. Ελληνικό Κράτος

Οι πρώτες, υψηλού επιπέδου, επαφές μεταξύ της Ιονικής Τράπεζας και του Ελληνικού Δημοσίου πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την Ένωση. Από την αρχή των διαπραγματεύσεων έγινε σαφής η πρόθεση της βρετανικής κυβέρνησης να διασφαλίσει τα προνόμια της τράπεζας στα Επτάνησα και υπό το νέο καθεστώς. 

Οι ίδιοι οι άνθρωποι της Ιονικής δεν έμειναν, φυσικά, αμέτοχοι. Ήδη το 1865 ενέκριναν δάνεια προς το Ελληνικό Κράτος, ύψους ₤39.000, με αντάλλαγμα το σεβασμό των προνομίων που είχαν παραχωρηθεί στην Ιονική. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το ευνοϊκό καθεστώς της τράπεζας στα Επτάνησα διασφαλίστηκε τόσο με τη συνθήκη της Ένωσης, όσο και με νόμο του Ελληνικού Κράτους.

Με την Ένωση, δύο μεγάλες τράπεζες, η Ιονική και η Εθνική, βρέθηκαν να διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία στη χώρα και τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές, οι επιχειρηματίες των οποίων στρέφονταν στην Ελλάδα για την αποταμίευση των κεφαλαίων τους και την εύρεση νέων πόρων. Αν και οι διεθνείς Συνθήκες και οι ελληνικοί νόμοι παραχωρούσαν στην κάθε τράπεζα αποκλειστικότητα σε κάποιες περιοχές, οι δύο χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επεδίωκαν τη γεωγραφική τους εξάπλωση.

 Παρά ταύτα, όπως συμβαίνει συνήθως σε περιβάλλον ολιγοπωλίου, οι δύο ανταγωνιστές σέβονταν ο ένας τον άλλο και προχωρούσαν σε άμεση συνεννόηση όταν τα κοινά τους συμφέροντα απειλούνταν. Στο πλαίσιο αυτό η Ιονική και η Εθνική, έπειτα από κατ’ ιδίαν διαπραγματεύσεις, καθόρισαν το πλαίσιο του ανταγωνισμού τους και όρους αμοιβαίου σεβασμού.

Παρά ταύτα, το κράτος στηρίζει την Εθνική Τράπεζα, την οποία προφανώς προτιμά ως βραχίονα της νομισματικής του πολιτικής, αλλά και ως χρηματοπιστωτικό φορέα επενδύσεων στον κορμό της χώρας. Αυτή η στάση έγινε σαφής κατά την περίοδο 1871-3, όταν προέκυψε το ζήτημα της παραχώρησης εκδοτικού δικαιώματος και στη Γενική Πιστωτική Τράπεζα. 

Αν και η απόπειρα της τελευταίας δεν τελεσφόρησε (το αποκλειστικό για τα Επτάνησα εκδοτικό δικαίωμα της Ιονικής ανανεώθηκε για 25 χρόνια το 1880), έγινε σαφές στους μετόχους της Ιονικής ότι στο εξής η τράπεζα θα έπρεπε να αγωνίζεται σκληρά για κάθε ανανέωση του εκδοτικού δικαιώματός της.

Η διαπίστωση αυτή επαληθεύτηκε την περίοδο 1901-5, όταν διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις για την νέα ανανέωση. Στην ένταση των διαπραγματεύσεων συνέβαλε και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης που, στο κλίμα της εποχής, επιθυμούσε μία κεντρική εκδοτική τράπεζα. 

Στην κατεύθυνση αυτή είναι σαφές ότι το πλεονέκτημα ανήκε στην Εθνική, όχι μόνο γιατί η πλειονότητα των μετόχων της ήταν ελληνικής καταγωγής, αλλά και γιατί δραστηριοποιούταν ήδη στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας. Με βάση τα παραπάνω, η Εθνική, με την επίνευση της κυβέρνησης, κατέθεσε πρόταση στην Ιονική για συγχώνευση ή εξαγορά του εκδοτικού της δικαιώματος.

Μεγαλύτερη απήχηση είχε η πρόταση για συγχώνευση που κατατέθηκε στα μέσα Μαΐου του 1903. Η πλειονότητα των μετόχων και του διοικητικού συμβουλίου του Λονδίνου αντιμετώπισε θετικά την πρόταση, ενώ δέχτηκε και την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα από ειδικό κλιμάκιο της Εθνικής. 

Έπειτα από διαπραγματεύσεις μηνών, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1903, η προσφορά της Εθνικής έγινε δεκτή από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας και τους μετόχους του Λονδίνου. Αντίθετα, οι Έλληνες μέτοχοι, και ιδιαίτερα οι Κερκυραίοι, διαφωνούσαν με την πραγματοποίηση της συγχώνευσης.

Η διοίκηση της τράπεζας πρότεινε τότε την πώληση μόνο του εκδοτικού δικαιώματος, με αντίτιμο ₤62.000, αλλά και αυτή η πρόταση απερρίφθη από τους Κερκυραίους μετόχους τον Δεκέμβριο. Παρά τις προσπάθειες του διοικητικού συμβουλίου για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, οι συζητήσεις διεκόπησαν οριστικά τον Ιανουάριο του 1904.

Η απόρριψη των προτάσεων της Εθνικής, οι οποίες, όπως αναφέραμε, απηχούσαν τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αφαίρεσαν διαπραγματευτική ισχύ από τη διοίκηση της τράπεζας κατά τις συζητήσεις για την ανανέωση του εκδοτικού της δικαιώματος. Παρά ταύτα, και παρά τη θέληση της κυβέρνησης να περιοριστεί το εκδοτικό δικαίωμα σε μία μόνο τράπεζα, η Ιονική πέτυχε την ανανέωση του δικαιώματος για δεκαπέντε ακόμη χρόνια, αν και χωρίς τη δυνατότητα ανανέωσης. Στα 1920, το εκδοτικό δικαίωμα της Ιονικής για τα Επτάνησα μεταβιβάστηκε στην Εθνική.

Την προδιαγεγραμμένη απώλεια του εκδοτικού δικαιώματος η διοίκηση της Ιονικής επέλεξε να την αντιμετωπίσει με επέκταση των εργασιών της σε όρους γεωγραφικής ευρύτητας. Στα 1907 εγκαινιάστηκε το πρώτο πλήρες υποκατάστημα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε την πολιτική επέκτασης σε Μεσογειακές περιοχές, ελληνικού, αλλά και βρετανικού ενδιαφέροντος, που, όπως θα δούμε παρακάτω, κράτησε για πενήντα περίπου χρόνια.

Για τα επόμενα του 1907, πάντως, χρόνια, η Μεσογειακή επέκταση της Ιονικής ανεστάλη, λόγω των δραματικών πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Το στρατιωτικό κίνημα του 1909 και την περίοδο της συνταγματικής αναθεώρησης ακολούθησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 

Αν και οι πολεμικές περίοδοι επιδρούν συνήθως αρνητικά στην επιχειρηματική δραστηριότητα, η Ιονική κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις, κυρίως δε την παρουσία των συμμαχικών δυνάμεων της Entente στη Μακεδονία και το Αιγαίο. Ταυτόχρονα, οι Σύμμαχοι βρήκαν στην Ιονική έναν αξιόπιστο χρηματοπιστωτικό οργανισμό για την εξυπηρέτηση των στρατευμάτων και της εν γένει πολιτικής τους στην περιοχή.

Η Ιονική ήταν μια τράπεζα με έδρα το Λονδίνο και το διοικητικό συμβούλιό της απαρτιζόταν από Βρετανούς – ως εκ τούτου, η προσήλωσή της στα συμφέροντα της Entente θεωρούταν δεδομένη, αντίθετα από τις υπόλοιπες ελληνικές τράπεζες που, στο κλίμα του Εθνικού Διχασμού, δεν αποτελούσαν φερέγγυους εταίρους. 

Από την πλευρά της, η Ιονική έσπευσε να ιδρύσει υποκαταστήματα σε περιοχές συμμαχικού ενδιαφέροντος, όπως στην Ερμούπολη, τη Μυτιλήνη, τον Μούδρο και την Καβάλα. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες της κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο βρετανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Granville, πρότεινε η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης να ανατεθεί σε βρετανικές επιχειρήσεις και την Ιονική.

Κατά τον Μεσοπόλεμο, η Ιονική συνέχισε την πολιτική της επέκτασης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το 1922 εξαγόρασε το υποκατάστημα της αμερικανικής Guaranty Trust Co στην Κωνσταντινούπολη, το 1924 εγκαινίασε υποκατάστημα στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1926 εδραίωσε την παρουσία της στην Κύπρο με υποκατάστημα στη Λευκωσία, το οποίο ακολούθησαν ακόμα τρία σε Λεμεσό, Αμμόχωστο και Λάρνακα. 

Η οικονομική κρίση του 1929 ανάγκασε την Ιονική σε μερική οπισθοχώρηση. Το υποκατάστημα της Νέας Υόρκης έκλεισε, ενώ εκείνο της Κωνσταντινούπολης πωλήθηκε στην Deutsche Bank. Στα τέλη, πάντως της δεκαετίας του 1930, η Ιονική επανέρχεται δυναμικά στην πολιτική της επέκτασης, εξαγοράζοντας τα 2/3 των μετοχών της Λαϊκής Τράπεζας το 1938.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε ισχυρούς κραδασμούς στην Ιονική Τράπεζα. Δεν ήταν μόνο το ότι ο γερμανικός Blitzkrieg που έθεσε ολόκληρη, σχεδόν, την ηπειρωτική Ευρώπη υπό τον έλεγχο του Άξονα με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των οικονομικών συναλλαγών, αλλά, κυρίως, η κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που έφεραν την Ιονική στο χείλος της καταστροφής. Το ισχυρότερο πλήγμα, πάντως, το δέχτηκε η τράπεζα στα Επτάνησα από τη νέα ιταλική διοίκηση. 

Οι Ιταλοί, στο πλαίσιο της πολιτικής τους για ενσωμάτωση των Επτανήσων στην Ιταλία, δεν ανέστειλαν απλώς τη λειτουργία της τράπεζας, αλλά προχώρησαν και στην απορρόφηση των περιουσιακών και κεφαλαιακών της στοιχείων στον ιταλικό χρηματοπιστωτικό οργανισμό που ίδρυσαν στα νησιά.

Μετά το τέλος του πολέμου, στο πλαίσιο της σταθεροποίησης του νέου φιλοδυτικού καθεστώτος, της ισχυροποίησης της βρετανικής επιρροής και της εφαρμογής του σχεδίου Marshal στην Ελλάδα, η Ιονική έδειξε να ανακάμπτει στα τέλη της δεκαετίας του 1940. 

Το 1949, μάλιστα, προχώρησε σε νέα αγορά μετοχών της Λαϊκής, αποκτώντας τα 4/5 του μετοχικού της κεφαλαίου, ενώ το 1951 άνοιξε υποκατάστημα και στο Κάιρο. Αυτό απετέλεσε και το κύκνειο άσμα της τράπεζας, τουλάχιστον με τη μορφή που αυτή λειτούργησε για περισσότερο από έναν αιώνα.

Ο Κυπριακός Αγώνας και η Αιγυπτιακή Επανάσταση, η αυξανόμενη ένταση του κινήματος της αποαποικιοποίησης και της αναγνώρισης της αμερικανικής υπεροχής στην ανατολική Μεσόγειο από πλευράς της Βρετανίας, σε συνδυασμό με τις απώλειες της Ιονικής κατά τον πόλεμο, οδήγησαν τους βρετανούς μετόχους στην απόφαση να ρευστοποιήσουν την Ιονική εκτός βρετανικών συνόρων. 

Το 1957, στο πλαίσιο των αθρόων εθνικοποιήσεων, τα αιγυπτιακά υποκαταστήματα της τράπεζας απορροφήθηκαν από την Al-Goumhourieh Bank, ενώ, το ίδιο έτος η Ιονική πώλησε τα υποκαταστήματά της στην Κύπρο στην Chartered Bank. Το 1958 η Ιονική συγχωνεύει τη Λαϊκή, σχηματίζοντας την Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος. 

Το νέο ίδρυμα πωλήθηκε στον όμιλο της Εμπορικής του Στρατή Ανδρεάδη, ο οποίος εξασφάλισε, για τον σκοπό αυτόν, δάνειο $1.500.000 με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Στο πλαίσιο του ομίλου της Εμπορικής, η Ιονική δραστηριοποιήθηκε σε νέους, για την εποχή, τομείς, όπως την τουριστική αγορά, ιδρύοντας, το 1959, την Ιονική Τουριστική, η οποία πρωτοστάτησε στην τουριστική ανάπτυξη της χώρας, χρηματοδοτώντας, μάλιστα, την ανέγερση των ελληνικών Hilton Hotels.

Καμπή στην ιστορία της τράπεζας υπήρξε το 1975, οπότε η Ιονική κρατικοποιήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής της κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή. Στα χέρια του ελληνικού Δημοσίου, η τράπεζα όχι μόνο δεν μείωσε τη δράση της, αλλά, αντίθετα, απέκτησε νέα δυναμική, καθιστάμενη η τρίτη σε μέγεθος τράπεζα της χώρας. 

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, μάλιστα, απετέλεσε έναν από τους ισχυρότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια, μαζί με την Ε.Τ.Ε. και την Alpha Bank. Η δεκαετία αυτή, όμως, δεν έφερε μόνο την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και το άνοιγμα των αγορών των χωρών της χερσονήσου του Αίμου, αλλά και τη στροφή της ελληνικής οικονομικής πολιτικής προς την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων. 

Το 1998, η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη έλαβε την απόφαση της πώλησης της Ιονικής. Έπειτα από πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις, κυρίως από μέρους των εργαζομένων της τράπεζας, η Ιονική πωλήθηκε στον όμιλο της Alpha Bank το έτος 2000.

Ιονική Τράπεζα Κέρκυρα

Συμπεράσματα

Η ομάδα επενδυτών που ίδρυσε την Ιονική Τράπεζα, εμφανίζει τα χαρακτηριστικά εκείνα που διαμόρφωσαν την κυριαρχία του βρετανικού καπιταλισμού στον 19ο αιώνα. Κατ’ αρχήν, η πλειονότητα των μετοχών της τράπεζας ανήκε σε εισοδηματίες της χαμηλής αριστοκρατίας (Low Gentry), αξιωματικούς των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, μεγαλοδικηγόρους και μεγαλέμπορους του Λονδίνου. 

Το σχήμα αυτό συνδύαζε τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων-κεφαλαιούχων με εκείνα των αστών-κεφαλαιούχων του Σίτυ, πραγματώνοντας και στην περίπτωση της Ιονικής αυτό που οι P.J. Cain και A.G. Hopkins αποκάλεσαν Gentlemanly capitalism, με μορφή και στρατηγικές που εκπληρώνουν τους όρους της πρωτοπορίας του βρετανικού οικονομικού καπιταλισμού, όπως αυτός ορίστηκε από τους παραπάνω ιστορικούς.

Το γεγονός ότι το διοικητικό συμβούλιο της Ιονικής, στην πρώιμη τουλάχιστον μορφή του, δεν απαρτιζόταν από καταρτισμένα στελέχη, αλλά από βασικούς μετόχους, δεν δημιούργησε προβλήματα στον σχεδιασμό και τη διαχείριση του ιδρύματος. 

Τουναντίον, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, στην πλειονότητά τους gentlemen, όπως είδαμε παραπάνω, φαίνεται πως ήταν αρκετά ενημερωμένοι για τη σύγχρονή τους οικονομική σκέψη, προχωρώντας, μάλιστα, σε μια συνθετική διαδικασία, η οποία τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν προς όφελος της τράπεζας στοιχεία από τη θεωρία, τόσο της Τραπεζικής, όσο και της Νομισματικής Σχολής.

Η ίδρυση και λειτουργία της Ιονικής ως εκδοτική και κύρια καταθετική και πιστωτική τράπεζα των Επτανήσων, τόσο επί Προστασίας, όσο και μετά της Ένωση, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της βάσης της στο κέντρο της βρετανικής αυτοκρατορίας, ενεργοποίησαν μια σειρά από ιδιαίτερες, σε σχέση με τις άλλες βρετανικές τράπεζες της εποχής, παραμέτρους, τις οποίες η διοίκηση της τράπεζας χειρίστηκε με δεξιοτεχνία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950. 

Η οργάνωση και η λειτουργία της Ιονικής σε Βρετανία και Επτάνησα (αργότερα Ελλάδα), καθώς και η μετοχική της σύνθεση, συνηγορούν στη θεώρησή της ως την πρώτη ευρωπαϊκή πολυεθνική τράπεζα.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ιονική λειτούργησε ταυτόχρονα ως εθνική (επτανησιακή, ελληνική) και αυτοκρατορική (βρετανική) τράπεζα, συνδυάζοντας την εξυπηρέτηση των ελληνικών και των βρετανικών συμφερόντων, πάντα με γνώμονα την ισχυροποίησή της και τα οφέλη των μετόχων της.

 Θέτουμε ως παραδείγματα την στήριξη του ελληνικού ταμείου Σταφίδας, και τη χρηματοπιστωτική υποστήριξη των δυνάμεων της Entente κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο τέλος της λειτουργίας της υπό το πρώτο ιδιοκτησιακό καθεστώς, πάντως, η Ιονική φαίνεται ότι ταυτίστηκε περισσότερο με τα βρετανικά γεωπολιτικά συμφέροντα, στάση η οποία ανάγκασε τους μετόχους της να ρευστοποιήσουν την περιουσία και τις εργασίες της εκτός Ηνωμένου Βασιλείου.

Η ριζική μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της τράπεζας που πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, άλλαξε, εν πολλοίς τους όρους λειτουργίας και τις στρατηγικές επιλογές του ιδρύματος, δεν έφερε, όμως, την Ιονική στην παρακμή και την αφάνεια. 

Αν και η υφιστάμενη διαθέσιμη βιβλιογραφία δεν μας επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών και ευρείας κλίμακας συμπερασμάτων, φαίνεται ότι το στελεχιακό δυναμικό της τράπεζας ακολούθησε γενικά την επιχειρησιακή παράδοση της Ιονικής. 

Η δυναμικότητα, η επέκταση και ο «αέρας» της μεγάλης τράπεζας, απετέλεσαν χαρακτηριστικά της Ιονικής, ακόμη και υπό την ιδιοκτησία του κράτους. Ως εκ τούτου, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι τραπεζικές αγορές των Βαλκανίων άνοιξαν, η Ιονική δεν μπορούσε να απέχει.

Τα χαρακτηριστικά της μεγάλης, επιτυχημένης και κοσμοπολίτικης τράπεζας, βρίσκονται πλέον στη διάθεση του ομίλου της Alpha Bank. Ο βαθμός στον οποίο ο τραπεζικός αυτός οργανισμός έχει ενσωματώσει τα χαρακτηριστικά της Ιονικής ή εμπνέεται από τη φιλοσοφία της, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί. Η Alpha Bank έχει ενσωματώσει πλήρως την Ιονική, αφομοιώνοντάς την και λεκτικά. 

Το μόνο που έχει μείνει από την πρώτη τράπεζα στον ελληνικό χώρο, την πάλαι ποτέ πολυεθνική και ισχυρή Ιονική Τράπεζα, είναι το παλιό κτήριο στο ιστορικό κέντρο της Κέρκυρας που, κτισμένο από τον αρχιτέκτονα Ν. Χρόνη στα 1846, στέγασε την έδρα της Ιονικής στα Επτάνησα και την Ελλάδα και σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο Νομισμάτων της Ιονικής Τράπεζας.




Αντλήθηκαν πληροφορίες απο: corfuhistoryforum
Φαιάκων Νήσος

Φαιάκων Νήσος

TΦαιάκων Νήσος. Ολόκληρη η Κέρκυρα σε ένα site.

Post A Comment: