Το Μουσείο Αντιβουνιώτισσας είναι ένα μουσείο μεταβυζαντινής θρησκευτικής τέχνης. Βρίσκεται στην πρώην εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου της Αντιβουνιώτισσας .
Το Βυζαντινό Μουσείο Αντιβουνιώτισσας

O ναός αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο «Κυρά Αντιβουνιώτισσα», αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα εκκλησιαστικά μνημεία της πόλης της Κέρκυρας   και βρισκόταν ήδη σε λειτουργία  από τον 15ο αιώνα.

Είναι το αρχαιότερο, πληρέστερο   και  καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα «Επτανησιακής Βασιλικής». Μετά τις αναστηλωτικές επεμβάσεις στο μνημείο τα έτη 1984, 1994 και 1999-2000 καθώς  και την ολοκλήρωση του μουσειολογικού προγράμματος, στην Αντιβουνιώτισσα εκτίθεται μόνιμα πλούσια και σημαντική συλλογή φορητών εικόνων και κειμηλίων.

Η συλλογή περιλαμβάνει σημαντικά έργα επωνύμων και ανωνύμων καλλιτεχνών, από τον 15ο αιώνα έως και τον 20ο αιώνα και αντιπροσωπεύει  πλήρως έξι αιώνες   θρησκευτικής καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας στην Κέρκυρα αλλά και  τα Επτάνησα. Ο ναός της Αντιβουνιώτισσας ήταν ιδιωτικός. 
 
Το 1979 οι κερκυραϊκές  κτητορικές  οικογένειες Μυλωνοπούλου, Ριζικάρη και Σκάρπα  δωρίζουν στο ελληνικό κράτος το συγκρότημα της Αντιβουνιώτισσας με  τα πλούσια κινητά του εξαρτήματα (εικόνες, κειμήλια κ.ά.) με τον όρο να λειτουργήσει και ως μουσείο.

Ο ναός - μουσείο εγκαινιάστηκε για πρώτη  φορά το 1984 από την αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη, τότε Υπουργό Πολιτισμού. Η Αντιβουνιώτισσα δεν έχασε ποτέ το λατρευτικό της  χαρακτήρα και  λειτουργείται δύο φορές το χρόνο σε Θεομητορικές εορτές, στις 26 Δεκεμβρίου και στις 23 Αυγούστου. Αποτελεί τη μοναδική περίπτωση «ναού και μαζί μουσείου» στην  Ελλάδα, συνδυάζοντας αρμονικότατα τις δύο  λειτουργίες στον ίδιο μνημειακό χώρο.

Μουσείο Αντιβουνιώτισσας
Το κτιριακό συγκρότημα, αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο  Κυρά Αντιβουνιώτισσα, αποτελεί ένα από τα παλαιότερα και πλουσιότερα εκκλησιαστικά μνημεία της πόλης. Ευρίσκεται στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης της Κέρκυρας, στην περιοχή Καμπιέλλο. 
 
Στο συγκρότημα παρέχεται πρόσβαση τόσο από την οδό Προσφόρου όσο και από τη μνημειακή «σκαλινάδα», που ξεκινάει από την οδό Αρσενίου και σήμερα είναι παραλιακός δρόμος πάνω στα κατεδαφισθέντα άλλοτε θαλάσσια βόρεια τείχη της πόλης, γνωστά και ως «Μουράγια». Η ονομασία Αντιβουνιώτισσα προέρχεται από τοπωνύμιο και συγκεκριμένα από τη θέση του ναού στο λόφο Αντιβούνι. 
 
Αυτός ο λόφος βρίσκεται απέναντι από το λόφο Οβριοβούνι, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι Εβραίοι, πριν οικοδομήσουν την εβραϊκή συνοικία στις παρυφές του Νέου Φρουρίου στο τέλος του 16ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε, όμως, αν ο ναός αφιερώθηκε εξαρχής στη Θεοτόκο, υπόθεση που ίσως στηρίζεται στη σωζόμενη επιζωγραφισμένη τοιχογραφία με την παράσταση του Παντοκράτορα στα δεξιά του τέμπλου. Στη θέση αυτή, τοποθετείται συνήθως στην Κέρκυρα, η εικόνα του αγίου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός.

Ωστόσο, η εκκλησία πολύ γρήγορα αφιερώθηκε στην Παναγία και συγκεκριμένα στη Θεοτόκο των «Επιλοχίων», που τιμάται από την ορθόδοξη Εκκλησία στις 26 Δεκεμβρίου, εορτή που είναι γνωστή ως Σύναξη της Θεοτόκου. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και η κατά παράδοση λειτουργία του ναού τη συγκεκριμένη ημέρα και το Αντιμήνσιο του Σκευοφυλακίου (βλ. σελ. 270) Μέχρι σήμερα, από τις λίγες ουσιαστικά αρχειακές έρευνες στο πολύ σημαντικό και πλούσιο Αρχείο Κέρκυρας προκύπτει ότι ο ναός είχε ήδη οικοδομηθεί στα τέλη του 15ου αιώνα. Συγκεκριμένα, σε συμβολαιογραφική πράξη του 1497 (Συμβ. Μ245, φ. 68r) αναφέρεται η Αντιβουνιώτισσα ως ενοριακός ναός «…ενορία της Υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιβουνιώτισσας…». 
 
Η αναφορά αυτή υποδηλώνει την ίδρυση του ναού αρκετά πριν τη χρονολογία που φέρει η συμβολαιογραφική πράξη. Κατά συνέπεια, η Αντιβουνιώτισσα αποτελεί έναν από τους παλαιότερους ναούς της πόλης της Κέρκυρας, που χτίστηκε στο «μπόργο», έξω από το Παλαιό Φρούριο, πολύ πριν η πόλη περιτειχιστεί από τους Βενετούς. Επιπλέον, σε συμβόλαιο του 1558 (Συμβ. Μ.190, βιβλίο 2, φ 88r) αναγράφεται ότι ο ναός είναι κτητορικός και συναδελφικός (δηλ. τη διαχείρισή του ασκούσαν οι «αδελφοί»), όπως οι περισσότεροι ναοί της Κέρκυρας κατά τη Βενετοκρατία, και ανήκει σε σημαντικές κερκυραϊκές οικογένειες, που συνδέονται με το ναό στην πορεία των αιώνων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας οικοδομείται μεγάλος αριθμός ναών. Διακρίνονται σε κτητορικούς ή ιδιόκτητους ναούς, που χτίζονται από συγκεκριμένα άτομα ή οικογένειες, σε συναδελφικούς, που ανήκουν σε αδελφότητες, καθώς και σε δημόσιους ναούς, που ήταν οι λιγότεροι. Συχνά, σε έγγραφα της εποχής και συγκεκριμένα σε συμβόλαιο του 1579 ο ναός της Αντιβουνιώτισσας αναφέρεται και ως «μονή». 
 
Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζονται συχνά όλοι σχεδόν οι ναοί της Κέρκυρας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι λειτουργούσαν ως οργανωμένα μοναστήρια. Παράλληλα, ο ναός χρησιμοποιείται και ως νεκροταφείο, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής να θάβονται οι νεκροί μέσα στις εκκλησίες. Η συνήθεια αυτή, που προέρχεται από δυτική επίδραση, καταργείται το 1840 με την ίδρυση Δημοτικού Κοιμητηρίου στο προάστιο της Γαρίτσας.

Μουσείο Αντιβουνιώτισσας
Οικογένειες ευγενών, εύποροι Κερκυραίοι αλλά και ανώτατοι κληρικοί διατηρούν οικογενειακούς τάφους στην Αντιβουνιώτισσα είτε ως «κτήτορες» ή «αδελφοί», καθώς έχουν ιδιοκτησιακή ή διαχειριστική σχέση με το ναό, είτε ως ιερουργοί του ναού ή ακόμα ως αφιερωτές σημαντικών περιουσιακών στοιχείων και χρημάτων. 
 
Ενδεικτικά, αναφέρονται γνωστές οικογένειες ευγενών, όπως Αλαμάνου, Βαρούχα, Βερβιτσιώτη, Βούλγαρι, Γαλιέλου, Γεροπέτρη, Δετζώρτζη, Θεοτόκη, Ιουστινιάν, Καποδίστρια, Κουαρτάνου, Λεοντάρη, Λουκάνη, Μπούα, Ούγκαρου, Πετρετήν, Προσαλένδη, Ρεκελέτη, Ριζικάρη, Ροδόσταμου, Ροδίτη, Κιγάλα και Χαλικιόπουλου. Σήμερα, οι ταφόπλακες που σώζονται στο δάπεδο του ναού φέρουν ακόμη οικόσημα ή ονόματα τέτοιων οικογενειών. Ο ναός γνωρίζει μεγάλη ακμή κυρίως κατά το 17ο αιώνα. Καθώς αποκτά μεγάλη κτηματική περιουσία και φήμη, πολλοί επιθυμούν να ταφούν σε αυτόν.

Το μέγεθός του, τα πλούσια κειμήλια, τα αργυρά μανουάλια και κανδήλια, οι εξαιρετικές φορητές εικόνες και τα επιχρυσωμένα ξυλόγλυπτα κορνιζώματα μαρτυρούν το πλούσιο παρελθόν του. Στις αρχές του 19ουαιώνα, όμως, η κακή διαχείριση του ναού οδηγεί σε ένδεια οικονομικών πόρων, που δεν διαρκεί πολύ, καθώς αργότερα ο ναός ανακάμπτει οικονομικά. Στις αρχές του 20ου αιώνα επίσημη κρατική απόφαση αναγνωρίζει ως κτήτορεςιδιοκτήτες του ναού τις οικογένειες Αλαμάνου, Γουλή, Καλογερά, Λαζαρά, Μυλωνοπούλου, Δόρια-Προσαλέντη, Ριζακάρη και Σκάρπα (ΦΕΚ, τ.Α 233/3101919), οι περισσότεροι εκ των οποίων παραιτούνται αργότερα των δικαιωμάτων τους.

To 1979 οι ιδιοκτήτριες οικογένειες Μυλωνοπούλου, Ριζικάρη και Σκάρπα αποφασίζουν να παραχωρήσουν στο Ελληνικό Δημόσιο το συγκρότημα της Αντιβουνιώτισσας μαζί με όλα τα πλουσιότατα κινητά του εξαρτήματα (εικόνες, κειμήλια κ.ά.). Η δωρεά αυτή πραγματοποιείται υπό τον όρο ο ναός να αναστηλωθεί σε διάστημα πέντε ετών, να λειτουργήσει ως Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης και να τελείται η Θεία Λειτουργία κάθε χρόνο στις 26 Δεκεμβρίου, ημέρα της εφέστιας γιορτής του ναού (συμβολαιογραφική πράξη δωρεάς στις 22-11-979). Ακολουθεί μία δύσκολη περίοδος γραφειοκρατικών εμποδίων, προκειμένου το Ελληνικό Δημόσιο να αποδεχθεί τη δωρεά και να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες που αυτή όριζε. Κατά την περίοδο αυτή υπήρξε παροιμιώδης και πασίγνωστη η ακούραστη προσπάθεια της αείμνηστης Αγάθης Μυλωνοπούλου  Κόπιτσα προς την κατεύθυνση αυτή. Τ

ελικά, λίγο πριν εκπνεύσει η χρονική ρήτρα της δωρεάς, οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες ανταποκρίνονται στα αιτήματά της, υπό τον κίνδυνο να επιστραφεί η Αντιβουνιώτισσα στους κτήτορές της και να ακυρωθεί η δωρεά προς το Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, αφού αντιμετωπίζονται μόνο τα μεγάλα στατικά προβλήματα στην τοιχοποιία του ναού με τις άκρως απαραίτητες αναστηλωτικές και στερεωτικές εργασίες, η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη, τότε Υπουργός Πολιτισμού, εγκαινιάζει στις 21 Μαΐου 1984 το Μουσείο με την πλούσια συλλογή των συντηρημένων φορητών εικόνων και ορισμένων κειμηλίων. 
 
Στον ίδιο χώρο μεταφέρονται και εκτίθενται οι εικόνες από την παλιά Χριστιανική Συλλογή του Σινοϊαπωνικού Μουσείου (σημερινό Μουσείο Ασιατικής Τέχνης), που στεγάζεται στα Παλαιά Ανάκτορα στη Σπιανάδα. Ωστόσο, τα σοβαρά κτιριακά προβλήματα, που δεν λύθηκαν στην επέμβαση του 1984, συνεχίζουν να υπάρχουν και αφορούν κυρίως τις στέγες, την ξυλόγλυπτη ουρανία του ναού, τη μεγάλη υγρασία του δαπέδου καθώς και την έλλειψη προσωπικού. Το Μουσείο λειτουργεί για πέντε χρόνια, αλλά το 1989 αναγκάζεται να διακόψει τη λειτουργία του.

Η οριστική αποκατάσταση, επανέκθεση και λειτουργία του Ναού - Μουσείου

Το 1992 ξεκινούν στην Κέρκυρα τα μεγάλα έργα για την προετοιμασία της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιείται τον Ιούνιο του 1994. Στο πλαίσιο αυτό και με την καταλυτική παρέμβαση του αείμνηστου Πρωθυπουργού Γεωργίου I. Ράλλη, βασικού συντελεστή στην επιλογή της Κέρκυρας ως έδρας της Συνόδου, το θέμα της Αντιβουνιώτισσας βρίσκει τη λύση του. 
 
Με την παρέμβαση αυτή εξασφαλίζονται τα απαραίτητα χρηματικά κονδύλια για το έργο και συγχρόνως υλοποιείται η παλαιότερη από το 1984 απόφαση της Υπουργού Μελίνας Μερκούρη για την ίδρυση αυτόνομου Γραφείου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στην Κέρκυρα. Κατά συνέπεια, ως προτεραιότητα του εν λόγω Γραφείου τίθεται η επαναλειτουργία του Μουσείου σε συνδυασμό με την επίβλεψη όλων των σχετικών με τη Σύνοδο Κορυφής αναστηλωτικών επεμβάσεων στην πόλη.

Το διάστημα 1992-1994 υλοποιείται, κατόπιν μελέτης, η δεύτερη και οριστική αποκατάσταση του μνημείου και έτσι επισκευάζονται οι στέγες, ανακατασκευάζεται το δάπεδο και συντηρείται η ουρανία. Πρωτίστως, τα έργα αυτά καθώς και η νέα μουσειολογική μελέτη της επανέκθεσης εντάσσονται στο πνεύμα της αποκατάστασης του μνημείου ως ναού. 
 
Έτσι, μετά από τη δεύτερη και τελική φάση της αναστήλωσης, η Αντιβουνιώτισσα, που επανακτά τη μεγαλοπρέπειά της, εγκαινιάζεται τον Ιούνιο του 1994 με τη νέα μόνιμη έκθεση. Το 2000, έξι χρόνια αργότερα, ολοκληρώνεται οριστικά το εκθεσιακό πρόγραμμα του Μουσείου μετά τις εργασίες αναστήλωσης και της έκθεσης κειμηλίων στο γυναικωνίτη και στο «κελί», που μετατρέπεται σε σκευοφυλάκιο. Στις 23 Αυγούστου 2000, συγχρόνως με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στο ναό, εγκαινιάζονται το σκευοφυλάκιο και ο γυναικωνίτης.

Έτσι, ολόκληρο το συγκρότημα επιστρέφει πλέον στον κερκυραϊκό λαό, στον οποίο και ανήκει. Παράλληλα, από το 1992 και για τα επόμενα δεκατέσσερα χρόνια το Γραφείο αναλαμβάνει όλα τα σχετικά με την αρμοδιότητά του θέματα της Κέρκυρας. Καθώς όμως υπάγεται διοικητικά στην 8ηΕφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που εδρεύει στην Ήπειρο, και ανήκει επομένως σε διαφορετική περιφέρεια, αντιμετωπίζει διαρκώς μεγάλες διοικητικές δυσκολίες. 
 
Ωστόσο, η παρέμβαση του 1992 κρίνεται καταλυτική, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, για τη μετέπειτα πορεία των βυζαντινών και μεταβυζαντινών αρχαιοτήτων όλου του Νομού. Τελικά, το 2006 ιδρύεται η 21η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ανεξάρτητη υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, με αρμοδιότητα το Νομό Κέρκυρας. Κατά συνέπεια, σ΄αυτήν υπάγονται όλα τα μνημεία βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, το σημαντικότατο ιστορικό κέντρο της πόλης στο σύνολό του και φυσικά το Μουσείο Αντιβουνιώτισσας.

Το μνημείο (Αρχιτεκτονική Περιγραφή)

Μουσείο Αντιβουνιώτισσας
Το κτιριακό συγκρότημα της Αντιβουνιώτισσας αποτελείται από το κτίριο του κυρίως ναού με τους τρεις νάρθηκες, τον αίθριο περίβολο με το καμπαναριό και το διώροφο κτίσμα, που οριοθετεί το οικοδομικό σύνολο προς τα ανατολικά. 
 
Ο κυρίως ναός συνίσταται από την κεντρική ορθογώνια και μονόχωρη αίθουσα. Έχει διαστάσεις 20,50 μ χ 9,10 μ και ακολουθεί τη συνηθισμένη αναλογία των κερκυραϊκών ναών 2:1. Ο ορθογώνιος αυτός τύπος ναού με έναν ενιαίο κεντρικό χώρο και την ξύλινη κεραμοσκέπαστη δίρριχτη στέγη ονομάζεται ξυλόστεγη «βασιλική». 
 
Στην Κέρκυρα και τα υπόλοιπα Επτάνησα ο αρχιτεκτονικός αυτός τύπος κτιρίου, που είχε ελληνορωμαϊκή προέλευση, δημόσιο χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκε ως ναός από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, επικράτησε, όσον αφορά τη ναοδομία, διαχρονικά και σχεδόν αποκλειστικά. 
 
Ανατολικά, σε ανυψωμένο κατά τρία σκαλιά επίπεδο διαμορφώνεται το ευρύχωρο Άγιο Βήμα ή αλλιώς Ιερό. Αποτελείται από την κεντρική κόγχη, που πλαισιώνεται από δύο μικρότερες, την κόγχη της Πρόθεσης στα βόρεια και την κόγχη του Διακονικού στα νότια. Και οι τρεις κόγχες εξέχουν από το περίγραμμα του ναού εξωτερικά και διαγράφονται ελεύθερα στο χώρο.


Στις άλλες τρεις πλευρές του (βόρεια, δυτική και νότια) ο κυρίως ναός περιβάλλεται εξωτερικά από μία κλειστή στοά πλάτους τεσσάρων περίπου μέτρων σε σχήμα Π και με χαμηλότερη στέγη. Αυτή η στοά  διάδρομος, που ονομάζεται στην Κέρκυρα «νάρθηκας», αποτελεί ιδιοτυπία των εκκλησιών της πόλης. 
 
Η Αντιβουνιώτισσα είναι το μοναδικό παράδειγμα που διατηρεί άθικτη αυτή την τυπική μορφή του κερκυραϊκού ναού με τον περιβάλλοντα εξωνάρθηκα. Ο χώρος αυτός δεν είχε λειτουργική χρήση, αλλά μαζί με τον κυρίως ναό χρησιμοποιούνταν ως νεκροταφείο, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Η στέγασή του είναι απλή με επικλινή ξύλινη στέγη.

Τα δοκάρια της στηρίζονται πάνω σε ένα μεγαλύτερο δοκάρι, στερεωμένο κατά μήκος στον τοίχο του ναού σε μία σειρά από πέτρινες δοκοθήκες. Στον όροφο πάνω από το δυτικό νάρθηκα χτίστηκε ο γυναικωνίτης, σε μία δεύτερη οικοδομική φάση του μνημείου. Οι τοίχοι των πλάγιων ναρθήκων προεκτείνονται στα ανατολικά και δημιουργούν αίθριο περίβολο. 
 
Η βόρεια και νότια θύρα του κυρίως ναού βρίσκονται σε άξονα με τις αντίστοιχες θύρες των ναρθήκων. Η κύρια είσοδος στο ναό βρίσκεται στη βορινή πλευρά, όπου ανοίγονται δύο δίδυμες πόρτες σε απόλυτη συμμετρία και άξονα με τη μνημειακή σκάλα ανόδου από το δημόσιο παράλιο δρόμο. Αυτή η διαφορά υψομέτρου έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται ιδιαίτερα εντυπωσιακή αίσθηση από το εσωτερικό του ναού, από όπου έχει κανείς τη δυνατότητα να απολαύσει τη θέα προς τη θάλασσα.

Μουσείο Αντιβουνιώτισσας
Σε χάρτη του τέλους της Βενετοκρατίας και ειδικότερα μετά το 1780 πιστοποιείται η ύπαρξη κτιρίου, προσκολλημένου στη δυτική πλευρά του ναού. 
 
Κατά συνέπεια, τα αψιδώματα, που είναι σήμερα ορατά αλλά φραγμένα στο δυτικό νάρθηκα, υποδηλώνουν ότι αποτελούσαν κάποτε ανοίγματα επικοινωνίας με το συγκεκριμένο κτίριο, που όμως δεν διασώζεται. Περαιτέρω αρχειακή έρευνα θα μπορούσε να τεκμηριώσει πλήρως αυτή την προφανή κατά τα άλλα υπόθεση. 
 
Aντίθετα, η θύρα στη νοτιοδυτική πλευρά με το οβάλ άνοιγμα (oculus), φραγμένο αλλά ορατό σήμερα μόνο από την νωμάτων σε συνδυασμό με τα χρώματα και το παλαιωμένο χρύσωμα στα ξυλόγλυπτα κοσμήματα, προσδίδει ιδιαίτερη επιβλητικότητα και πολυτέλεια στο εσωτερικό του ναού και δημιουργεί μοναδική αίσθηση στον επισκέπτη. Οι ξύλινες οροφέςουρανίες με φατνώματα είναι γνωστές από τη ρωμαϊκή εποχή. 
 
Στη συνέχεια, από την περίοδο της Αναγέννησης και του Μπαρόκ συναντώνται πολύ συχνά σε εκκλησίες της Βενετίας, της Ρώμης και άλλων ιταλικών πόλεων αλλά και σε κοσμικά κτίρια. Στις ουρανίες της Ιταλίας πρέπει να αναζητηθεί το πρότυπο της Αντιβουνιώτισσας, που αποτελεί μοναδικό παράδειγμα και θα μπορούσε να χρονολογηθεί στο 17οαιώνα, αν και δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα σχετική αρχειακή έρευνα για τη χρονολογία της κατασκευής της. Οι ουρανίες που σώζονται σε πολλές άλλες εκκλησίες της Κέρκυρας διαφέρουν από την αντίστοιχη της Αντιβουνιώτισσας, επειδή συνδυάζουν τον ξυλόγλυπτο διάκοσμο με ζωγραφικές παραστάσεις.

Επιπλέον, είναι μεταγενέστερες χρονολογικά, ενώ έχουν ως πρότυπο την ουρανία του Αγίου Σπυρίδωνος του 1727, που θεωρείται η σημαντικότερη, καθώς αποτελεί τομή στην τέχνη των Επτανήσων. Η σταμπωτή ταπετσαρία στους τοίχους της Αντιβουνιώτισσας αποτελεί μοναδική ιδιαιτερότητα των ναών της Κέρκυρας και προέρχεται αντίστοιχα από βενετσιάνικη επίδραση της Αναγέννησης. 
 
Από το 15ο16ο αιώνα και έπειτα στην ευρύτερη περιοχή του Veneto καθιερώνεται η συνήθεια του στολισμού των επίσημων αιθουσών σε κοσμικά παλάτια και εκκλησίες με βαρύτιμα υφάσματα, αναρτημένα στους τοίχους ή και στις κολόνες. 
 
Τα υφάσματα αυτά έχουν προφανή σχέση με τα μεσαιωνικά «ταπισερί». Συχνά, στη θέση υφασμάτων τοποθετούνταν κομμάτια από δέρματα, διακοσμημένα με άνθη και μοτίβα φυτικά σε χρυσοτυπίες ή κεντημένα με χρυσές ή ασημένιες κλωστές. Το μήκος τους μπορούσε να ποικίλει.

Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις καλύπτονταν όλοι οι τοίχοι, ενώ σε άλλες τοποθετούνταν μόνο πάνω στην υψηλότερη ζώνη του τοίχου κάτω από το κορνίζωμα της οροφής. Τα υφάσματα ήταν αναρτημένα σε μικρά μεταλλικά άγκιστρα, τοποθετημένα στο ίδιο κορνίζωμα.
 
 Ανάλογα μικρά άγκιστρα στο κορνίζωμα της ουρανίας της Αντιβουνιώτισσας, που αποκαλύφτηκαν κατά τις εργασίες συντήρησης κατά την περίοδο 19921994, αποδεικνύουν ότι ο ναός διέθετε κάποτε αντίστοιχα διακοσμητικά υφάσματα ή χρυσωμένα δέρματα στους τοίχους του. 
 
Όμως, σε πρώιμο στάδιο αυτά τα διακοσμητικά υφάσματα ή χρυσωμένα δέρματα, καταλήγουν για λόγους οικονομίας ως ζωγραφική διακόσμηση κατευθείαν πάνω στους τοίχους, όπως δηλαδή η «σταμπωτή ταπετσαρία» της Αντιβουνιώτισσας. Η χρήση της «ζωγραφιστής ταπετσαρίας» δεν είναι ανεξάρτητη από την παράλληλη και σταδιακή συρρίκνωση της τοιχογράφησης των ναών στην Κέρκυρα.

Έτσι, από το 17ο αιώνα και μετά η ταπετσαρία αντικαθιστά σταδιακά την επιτοίχια τοιχογραφία στους ναούς κυρίως στις πόλεις, σύμφωνα με τις αισθητικές απαιτήσεις της εποχής. Εν κατακλείδι, όλα αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία, δηλαδή τα ψηλά στασίδια, η σταμπωτή ταπετσαρία στους τοίχους και οι περίτεχνες ουρανίες, χαρακτηρίζουν τη λεγόμενη «επτανησιακή βασιλική», όπως αυτή εξελίσσεται στην πορεία των αιώνων στα βενετοκρατούμενα Ιόνια μέσα από την εμφανέστατη επίδραση της ιταλικής Αναγέννησης και του Μπαρόκ. 
 
Η Αντιβουνιώτισσα συνδυάζει αυτά τα στοιχεία με την κερκυραϊκή ιδιοτυπία του νάρθηκα και μπορεί να θεωρηθεί ως υπόδειγμα «επτανησιακής βασιλικής». Συγκεκριμένα, αποτελεί το αξιολογότερο, αρχαιότερο, πληρέστερο και καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα «επτανησιακής βασιλικής» που σώζεται στην Κέρκυρα.

Ναός - Μουσείο

Δύο συμβατές χρήσεις στο ίδιο μνημείο. Η μουσειολογική επέμβαση του 1992-1994.

Μουσείο Αντιβουνιώτισσας
Η νέα έκθεση του Μουσείου Αντιβουνιώτισσας αλλά και οι αναστηλωτικές εργασίες το 1994 και το 2000 πραγματοποιήθηκαν πρωτίστως με γνώμονα την αποκατάσταση του μνημείου ως ναού και με σκοπό να συνδυαστεί σε απόλυτη ισορροπία ο χώρος λατρείας και ο εκθεσιακός χώρος. 
 
Η λατρευτική ιδιότητα ως βασική λειτουργία του μνημείου αποτέλεσε τον άξονα πάνω στον οποίο στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου η μουσειολογική και μουσειογραφική του αντιμετώπιση. Κατά συνέπεια, μελετήθηκαν εκ νέου όλα τα επιμέρους μορφολογικά στοιχεία του ναού, όπως η ταπετσαρία ή τα στασίδια, που είχαν αφαιρεθεί κατά την πρώτη αναστηλωτική επέμβαση του 1984. 
 
Η μελέτη στηρίχθηκε σε διαθέσιμα τεκμήρια, σε παλιές φωτογραφίες καθώς και σε στοιχεία χαρακτηριστικών ναών της πόλης. Σύμφωνα με τη μελέτη, η πλήρης αποκατάσταση του ναού ακολούθησε τα επτανησιακά  κερκυραϊκά πρότυπα ως προς τις παραδοσιακές εντόπιες τεχνικές και τα υλικά. 
 
Ειδικότερα, ανακατασκευάστηκαν η σταμπωτή ταπετσαρία στους τοίχους και οι επιμέρους ψευδομαρμαρώσεις από έμπειρο παραδοσιακό κοσμηματογράφο, που επεξεργάστηκε τα φωτογραφικά αρχειακά δεδομένα. Κατασκευάστηκαν και τοποθετήθηκαν ψηλά στασίδια, πανομοιότυπα με τα παλιά ως προς το σχήμα, το χρώμα και τη διακόσμησή τους.

Στη συνέχεια, οι εικόνες, τα λειτουργικά  λατρευτικά αντικείμενα και όλα τα υπόλοιπα εξαρτήματα του ναού, όπως σκεύη, κανδήλες, μανουάλια, παγκάρια, κηροπήγια, λειτουργικά ή διακοσμητικά υφάσματα, συντηρήθηκαν και τοποθετήθηκαν στη θέση τους, σύμφωνα με την τοπική εκκλησιαστική παράδοση. 
 
Κατά συνέπεια, ο κυρίως ναός και το ιερό βήμα επανάκτησαν πλήρως το λατρευτικό τους χαρακτήρα, όπως αυτός διαμορφώθηκε εξελικτικά στα Επτάνησα κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες και σύμφωνα πάντα με το αρχειακό φωτογραφικό υλικό της Αντιβουνιώτισσας.

Οι νάρθηκες, που δεν είχαν ποτέ λατρευτική χρήση αλλά κοιμητηριακή, αποτέλεσαν μαζί με το σκευοφυλάκιο τον κυρίως εκθεσιακό  μουσειακό χώρο, όπου εκτίθενται εικόνες του ναού καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς συλλογής εικόνων από το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας. Με βάση τα χρονολογικά, εικονογραφικά και τεχνοτροπικά στοιχεία τους οι εικόνες τοποθετήθηκαν με σειρά που ξεκινά από το βόρειο νάρθηκα και συνεχίζεται στο δυτικό και μετά στο νότιο. 
 
Η συλλογή των εικόνων τόσο στους νάρθηκες όσο και στους υπόλοιπους χώρους του ΝαούΜουσείου περιλαμβάνει σημαντικά έργα μεγάλων επώνυμων αλλά και ανώνυμων καλλιτεχνών από το 15ο έως και το 19ο αιώνα. 
 
Το 2000 η οργάνωση και λειτουργία έκθεσης στο σκευοφυλάκιο πλούτισε την κύρια  μόνιμη έκθεση με εξαίρετα δείγματα μικροτεχνίας, αργυροχοΐας καθώς και με χαρακτηριστικά εκκλησιαστικά άμφια της ίδιας περιόδου με τη συλλογή του ναού.

Έτσι, ολοκληρώθηκε το μουσειολογικό πρόγραμμα του συγκροτήματος. Συμπερασματικά, η μουσειολογική επέμβαση του 1994 ξανάδωσε στο μνημείο τη μεγαλοπρέπεια και το λατρευτικό του χαρακτήρα και παράλληλα συνδύασε τη μουσειακή χρήση με τέτοιο τρόπο, ώστε η λατρευτική και μουσειακή χρήση να συνυπάρχουν στο ίδιο μνημείο αρμονικά χωρίς η μία να επικαλύπτει την άλλη. 
 
Μέσα στο ίδιο πνεύμα το 1994 θεπίστηκε ο διπλασιασμός της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας στο ναό, από μία φορά που όριζε η δωρεά σε δύο (26 Δεκεμβρίου και 23 Αυγούστου), σε αντίστοιχες μεγάλες Θεομητορικές εορτές.





Αντλήθηκαν πληροφορίες απο: antivouniotissamuseum
Φαιάκων Νήσος

Φαιάκων Νήσος

TΦαιάκων Νήσος. Ολόκληρη η Κέρκυρα σε ένα site.

Post A Comment: