Κόμισσες, κόντες, κυρίες των τιμών, αυλικοί, τυμπανιστές και όλο το βενετσιάνικο μπαρόκ, αναβιώνει τις ημέρες της Αποκριάς στην Κέρκυρα, μεταμφιέζοντας τη σε μία μικρή κοσμική Βενετία του 18ου αιώνα.
Στην πόλη της Κέρκυρας οι εορταστικές εκδηλώσεις των Απόκρεων είχαν επηρεαστεί από την άφιξη των Βενετών. Οι Βενετσιάνοι με το πολυάριθμο προσωπικό που κατοικούσε στην πόλη (στρατιωτική και διοικητική ιεραρχία), είχαν φέρει τα δικά τους καρναβαλικά έθιμα (που είχαν τις ρίζες τους στα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια) και τον δικό τους τρόπο διασκέδασης, που μπόλιασε την ντόπια παράδοση και γέννησε το Κορφιάτικο Καρναβάλι, με παράδοση 450 και πλέον ετών.
Στις εκδηλώσεις, που κατ΄ αρχάς γίνονταν σε κλειστό χώρο, συμμετείχαν οι άρχοντες και γενικά οι ευγενείς ξένης και ντόπιας καταγωγής. Σ΄ αυτούς τους χώρους διοργανώνονταν χοροί με μάσκες και ευρωπαϊκές ενδυμασίες, νοσταλγώντας την εορταστική ατμόσφαιρα και την φαντασμαγορία της Μητρόπολης.
Σταδιακά στην Κέρκυρα, κατ΄ απομίμηση των Βενετσιάνικων τρόπων ζωής, δημιουργήθηκαν λέσχη ευγενών, καζίνα χαρτοπαιξίας και χώροι θεάτρου, με έργα προτίμησης τις κωμωδίες του Βενετού αριστοκράτη Κάρλο Γκολντόνι κ.α., που με τον καιρό αφομοιώθηκαν και έγιναν ένα με τον λαό, έγιναν παράδοση και αγαπήθηκαν από τους Κορφιάτες.
Έντονη χαρτοπαιξία επικρατούσε ειδικά τα καρναβάλια. Στην πόλη υπήρχαν τέσσερα casini, των Βενετσιάνων ευγενών, των Κερκυραίων nobili, του στρατού μαζί με τους ανώτερους υπαλλήλους και των αξιωματικών του στόλου. Τα casini είχαν αίθουσες για συζήτηση και τραπέζια για χαρτιά -παίζανε tresette, briscola, πασέτα και φαραώ. Σ΄ ένα από αυτά παρευρέθηκε και ο διάσημος Giacomo Casanova, «περνούσα όλο τον καιρό στο καφενείο, παίζοντας με λύσσα φαραώ» γράφει.
Το ‘μπρίο’, η πολυχρωμία, το κέφι και κυρίως η λαϊκή συμμετοχή ήταν στοιχεία που χαρακτήριζαν το Κορφιάτικο Καρναβάλι, που σε συνδυασμό με τους χορούς «μασκέ» και το μεγάλο «ρεμπελιό» στους δρόμους και τα καντούνια της πόλης, την έκαναν να μοιάζει με την Βενετία, που ως γνωστόν το γλέντι και η διασκέδαση κρατούσαν μήνες και είχαν ένα δικό τους ιδιαίτερο χρώμα.
Η ανάπτυξη του Λυρικού Θεάτρου στην Κέρκυρα είχε τη δική της συμβολή στην πορεία του Κερκυραϊκού Καρναβαλιού. Η μετατροπή της λέσχης των ευγενών σε θέατρο το 1720 ως «NobileTeatro di San Giacomo» και η μετάκληση Ιταλικών θιάσων που έπαιζαν κωμωδίες, όπερες αλλά και πρόζα, κρατούσε όλη τη χειμερινή περίοδο έως την τελευταία Κυριακή του Καρναβαλιού. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και μετά τη δημιουργία του Δημοτικού Θεάτρου Κέρκυρας.
Κόμισσες, κόντες, κυρίες των τιμών, αυλικοί, τυμπανιστές και όλο το βενετσιάνικο μπαρόκ, αναβιώνει τις ημέρες της Αποκριάς στην Κέρκυρα, μεταμφιέζοντας τη σε μία μικρή κοσμική Βενετία του 18ου αιώνα.
Στο θέατρο, κατά την περίοδο του Καρναβαλιού, καθιερώθηκαν χοροεσπερίδες μεταμφιεσμένων, οι Καρναβάλιλεγόμενες καβαλκίνες, που αρχικά είχαν υψηλό εισιτήριο για την ενίσχυση των ηθοποιών, πράγμα που κατάργησε ο τελευταίος Ενετός προβλεπτής Κάρολος Αυρήλιος Ουίδμαν για να μην επιβαρύνεται το κοινό.
Έντονη χαρτοπαιξία επικρατούσε ειδικά τα καρναβάλια. Στην πόλη υπήρχαν τέσσερα casini, των Βενετσιάνων ευγενών, των Κερκυραίων nobili, του στρατού μαζί με τους ανώτερους υπαλλήλους και των αξιωματικών του στόλου. Τα casini είχαν αίθουσες για συζήτηση και τραπέζια για χαρτιά -παίζανε tresette, briscola, πασέτα και φαραώ. Σ΄ ένα από αυτά παρευρέθηκε και ο διάσημος Giacomo Casanova, «περνούσα όλο τον καιρό στο καφενείο, παίζοντας με λύσσα φαραώ» γράφει.
Το ‘μπρίο’, η πολυχρωμία, το κέφι και κυρίως η λαϊκή συμμετοχή ήταν στοιχεία που χαρακτήριζαν το Κορφιάτικο Καρναβάλι, που σε συνδυασμό με τους χορούς «μασκέ» και το μεγάλο «ρεμπελιό» στους δρόμους και τα καντούνια της πόλης, την έκαναν να μοιάζει με την Βενετία, που ως γνωστόν το γλέντι και η διασκέδαση κρατούσαν μήνες και είχαν ένα δικό τους ιδιαίτερο χρώμα.
Η ανάπτυξη του Λυρικού Θεάτρου στην Κέρκυρα είχε τη δική της συμβολή στην πορεία του Κερκυραϊκού Καρναβαλιού. Η μετατροπή της λέσχης των ευγενών σε θέατρο το 1720 ως «NobileTeatro di San Giacomo» και η μετάκληση Ιταλικών θιάσων που έπαιζαν κωμωδίες, όπερες αλλά και πρόζα, κρατούσε όλη τη χειμερινή περίοδο έως την τελευταία Κυριακή του Καρναβαλιού. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και μετά τη δημιουργία του Δημοτικού Θεάτρου Κέρκυρας.
Κόμισσες, κόντες, κυρίες των τιμών, αυλικοί, τυμπανιστές και όλο το βενετσιάνικο μπαρόκ, αναβιώνει τις ημέρες της Αποκριάς στην Κέρκυρα, μεταμφιέζοντας τη σε μία μικρή κοσμική Βενετία του 18ου αιώνα.
Στο θέατρο, κατά την περίοδο του Καρναβαλιού, καθιερώθηκαν χοροεσπερίδες μεταμφιεσμένων, οι Καρναβάλιλεγόμενες καβαλκίνες, που αρχικά είχαν υψηλό εισιτήριο για την ενίσχυση των ηθοποιών, πράγμα που κατάργησε ο τελευταίος Ενετός προβλεπτής Κάρολος Αυρήλιος Ουίδμαν για να μην επιβαρύνεται το κοινό.
Κυρίες με φανταχτερές τουαλέτες και καλοντυμένοι μάσκαρες, που μήνες πριν ειδικές μοδίστρες ετοίμαζαν τα κουστούμια τους, παρακολουθούσαν το χορό από τα νοικιασμένα θεωρεία του θεάτρου, ανταλλάσσοντας ματιές, πολύχρωμες σερπαντίνες και ραβασάκια, ενώ κατά τα διαλύματα ανταλλάσσονταν επισκέψεις.
Δίνονταν πάρα πολλοί χοροί και ο τελευταίος δεν μπορούσε να παραταθεί πέραν της δωδεκάτης νυκτερινής της Τυρινής, οπότε κατ΄ έθιμο έπεφταν και όλες οι μάσκες. Τα αρχεία αναφέρουν χορούς διάρκειας έξι ημερών, δύο νύχτες με υπογραφές (παννυχίδες – veglione) και τέσσερις νύχτες κοινές με προσωπίδα (cavalchina). Οι χοροί και οι διασκεδάσεις στο θέατρο δε σταμάτησαν ούτε κατά τη διάρκεια της Ρωσοτουρκικής πολιορκίας (Νοέμβριος 1798-Φεβρουάριος 1799).
Αργότερα οι μεταμεσονύκτιοι χοροί μεταφέρθηκαν και σε διάφορες άλλες σάλες της πόλης. «Κουαντρίλλιες» και «Λανσιέδες» χορεύονταν σε αίθουσες με μεγάλες πίστες και ορχήστρα, που ειδικοί χοροδιδάσκαλοι τους δίδασκαν, και αποτελούσαν, ειδικά στους μεγάλους «μπάλους», το «κλού» της βραδιάς.
Αργότερα οι μεταμεσονύκτιοι χοροί μεταφέρθηκαν και σε διάφορες άλλες σάλες της πόλης. «Κουαντρίλλιες» και «Λανσιέδες» χορεύονταν σε αίθουσες με μεγάλες πίστες και ορχήστρα, που ειδικοί χοροδιδάσκαλοι τους δίδασκαν, και αποτελούσαν, ειδικά στους μεγάλους «μπάλους», το «κλού» της βραδιάς.
Εκτός από αυτόν του Δημοτικού Θεάτρου, αξέχαστοι έχουν μείνει οι χοροί της «Παλιάς», με τον Πιτάκο να διευθύνει τις Καντρίλλιες, του «Γυμναστηρίου», της «Ρολίνας», του «Ποικιλιών» (πρώην κιν/φος «ΕΘΝΙΚΟ») και οι χοροί στις σάλες του Σωτηρίου, Σκαραμπέκιου και αργότερα του «Φοίνικα».
Οι ευγενείς και οι εύποροι διασκέδαζαν μεταμφιεσμένοι σε ντόμινα και αρλεκίνους, φορώντας μουζέτα και έστηναν παβιόνια (εξέδρες) στη Σπιανάδα στολισμένα με πρασινάδες και λουλούδια, συναγωνιζόμενοι την καλύτερη διακόσμηση, πετώντας ο ένας στον άλλο ρόντολα (σερπαντίνες) και καταβρέχοντας τους περαστικούς με «πομπέτες» νερωμένη κολώνια. Οι μάσκαρες πάνω στα λοντόνια έριχναν σε όλους ματσέτα με οχτωβρίνια (γιούλια), που γι΄ αυτό το σκοπό καλλιεργούσαν όλο το χρόνο, και την τελευταία Κυριακή περιδιάβαιναν το Λιστόν «μασκέ» για τη Διαθήκη και το κάψιμο του Καρνάβαλου στις 12 το βράδυ.
Σύμφωνα με τον Κάρολο Κλήμη, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια στις ορεινές περιοχές της Κέρκυρας την Κυριακή της Τυροφάγου, λάμβανε χώρα το αποκριάτικο έθιμο του φαλλού και του κατσικοπόδαρου (Διονυσιακά σύμβολα), ενώ ακόμη και σήμερα στα χωριά Επίσκεψη, Νυμφές και Κληματιά τελείται ο «Χορός Παπάδων» τραγουδώντας το «Δόξα να», έθιμο που συνδυάζει την παγανιστική λατρεία με την Χριστιανική θρησκεία.
Οι οικογένειες Μάνεση και Κουρκουμέλη με αγάπη και μεράκι προσπάθησαν, με μεγάλη επιτυχία, να αναβιώσουν τις παλιές Κορφιάτικες Καρναβαλικές εκδηλώσεις, δίνοντας πάλι ζωή και κέφι στους Κερκυραίους, με τους χορούς στους δρόμους και στις «σάλες» της Κέρκυρας (Γυμναστήριο, Φοίνικας). Το 1962 ιδρύεται ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ (ΟΚΕΕ) που υποβοηθά την πρωτοβουλία της προαναφερόμενης ομάδας.
Οι ευγενείς και οι εύποροι διασκέδαζαν μεταμφιεσμένοι σε ντόμινα και αρλεκίνους, φορώντας μουζέτα και έστηναν παβιόνια (εξέδρες) στη Σπιανάδα στολισμένα με πρασινάδες και λουλούδια, συναγωνιζόμενοι την καλύτερη διακόσμηση, πετώντας ο ένας στον άλλο ρόντολα (σερπαντίνες) και καταβρέχοντας τους περαστικούς με «πομπέτες» νερωμένη κολώνια. Οι μάσκαρες πάνω στα λοντόνια έριχναν σε όλους ματσέτα με οχτωβρίνια (γιούλια), που γι΄ αυτό το σκοπό καλλιεργούσαν όλο το χρόνο, και την τελευταία Κυριακή περιδιάβαιναν το Λιστόν «μασκέ» για τη Διαθήκη και το κάψιμο του Καρνάβαλου στις 12 το βράδυ.
Καρναβάλι στην ύπαιθρο
Η διαφορετική κοινωνική ζωή στην Κερκυραϊκή ύπαιθρο σε σχέση με την πόλη, διέσωσε πάρα πολλά στοιχεία αρχαιοελληνικής παγανιστικής λατρείας. Η άφιξη του βασιλιά Καρνάβαλου, ο ολονύχτιος χορός των μασκαρεμένων με τα μουζέτα (προσωπεία) γύρω από την πυρά, οι αυτοσχέδιοι κωμικοί συνδυασμοί με σκωπτικό χαρακτήρα, ο ιερός γάμος με το από κοινού συμπόσιο, και τέλος η ανακοίνωση της διαθήκης και το κάψιμο του βασιλιά Καρνάβαλου (εξιλαστήριο θύμα, που παίρνει τις αμαρτίες), με γέλια, χαρές και ευχές, υποδηλώνουν τις Διονυσιακές ρίζες του καρναβαλιού της Κερκυραϊκής υπαίθρου.Σύμφωνα με τον Κάρολο Κλήμη, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια στις ορεινές περιοχές της Κέρκυρας την Κυριακή της Τυροφάγου, λάμβανε χώρα το αποκριάτικο έθιμο του φαλλού και του κατσικοπόδαρου (Διονυσιακά σύμβολα), ενώ ακόμη και σήμερα στα χωριά Επίσκεψη, Νυμφές και Κληματιά τελείται ο «Χορός Παπάδων» τραγουδώντας το «Δόξα να», έθιμο που συνδυάζει την παγανιστική λατρεία με την Χριστιανική θρησκεία.
Καρναβάλι στην Νεότερη Εποχή
Με την κήρυξη του τελευταίου παγκόσμιου πόλεμου το Καρναβάλι της Κέρκυρας με την έντονη λαϊκή συμμετοχή, εύλογα ατόνησε αλλά επανήλθε στο προσκήνιο μετά από πρωτοβουλία μιας ομάδας ρομαντικών επώνυμων Κερκυραίων όταν το 1955 αποφάσισαν τη συνέχισή του.Οι οικογένειες Μάνεση και Κουρκουμέλη με αγάπη και μεράκι προσπάθησαν, με μεγάλη επιτυχία, να αναβιώσουν τις παλιές Κορφιάτικες Καρναβαλικές εκδηλώσεις, δίνοντας πάλι ζωή και κέφι στους Κερκυραίους, με τους χορούς στους δρόμους και στις «σάλες» της Κέρκυρας (Γυμναστήριο, Φοίνικας). Το 1962 ιδρύεται ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ (ΟΚΕΕ) που υποβοηθά την πρωτοβουλία της προαναφερόμενης ομάδας.
Εκατοντάδες μασκαράτες και άρματα υποδέχονταν στο παλιό λιμάνι τον «ζωντανό» Βασιλιά Σιορ-Καρνάβαλο (ένα χαρακτηριστικό αποκλειστικά του καρναβαλιού της Κέρκυρας), που σκορπούσε το γέλιο και «στόλιζε» όποιον έβλεπε με τα «πετεγολέτσα» του (κουτσομπολιά).
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η φιέστα αυτή ατόνησε και επανήλθε το 1975 με τη δημιουργία του ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ που το 1981 πήρε την ονομασία ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ (ΟΚΕ), ο οποίος από τότε και μέχρι σήμερα, υπό την αιγίδα και αρωγή του Δήμου Κερκυραίων, είναι ο κύριος φορέας στην προσπάθεια αναβίωσης του Κερκυραϊκού Καρναβαλιού και έχει πετύχει, με την συνεργασία των πολιτιστικών σωματίων του νησιού, να οργανώσει θαυμαστές καρναβαλικές εκδηλώσεις και παρελάσεις αρμάτων και γκρουπ, αλλά και θαυμάσιες θεατρικές και μουσικές παραστάσεις.
Γκιοστρές Σύμφωνα με μια εκδοχή, η προέλευσή τους φαίνεται να έχει ρίζες Ρωμαϊκές, η μεταφορά δε αυτής της συνήθειας στην Κέρκυρα, σύμφωνα με μαρτυρίες, ξεκίνησε με την παρουσία των πρώτων Λατίνων κατακτητών, γεγονός που τεκμηριώνεται και με την αναφορά παρόμοιων περιπτώσεων και σε άλλα μέρη της Ελλάδος που γνώρισαν τη Δυτική επιρροή (οι ιπποτικοί αγώνες -tournois-του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, επί εποχής Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνου ήταν ξακουστοί σε όλη την Ευρώπη).
Με την αναβίωση του ιπποτικού πνεύματος την περίοδο της Αναγέννησης και την ανασύσταση των ιπποτικών ταγμάτων, οργανώνονται κονταρομαχίες όχι στα πεδία των μαχών, αλλά στα κέντρα των πόλεων και πολλές φορές μέσα στα αρχιτεκτονικά συμπλέγματα των παλατιών. Στη Βενετία επικράτησε η giostra, που αναδείκνυε τις ατομικές πολεμικές αρετές, κάτι που η αναγέννηση ευνοούσε ιδιαίτερα.
Στην Κέρκυρα αθλοθετήθηκαν δύο giostre την περίοδο του Καρναβαλιού. Στην μία έπαιρνε μέρος η νεολαία των οικογενειών που μετείχαν στο Συμβούλιο της πόλης, και στην άλλη οι στρατιώτες της φρουράς. Η δεύτερη τελούταν στο Παλιό Φρούριο ενώ η πρώτη στην Κάτω Πλατεία.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα οι δύο τύποι giostra που συμμετείχε η νεολαία των ευγενών, μεταφέρθηκαν στην Strada Larga (σημερινή οδό Μουστοξύδου, Πλατύ Καντούνι). Την πρώτη, Giostra all’anello, έπρεπε τρέχοντας οι έφιπποι να περάσουν με τη λόγχη ένα δακτυλίδι, στην άλλη Giostra alla quintana ή saracino, έπρεπε να καταφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερα κτυπήματα σε ένα ανδρείκελο. Συντονιστής τους ήταν ο «MAESTRO DI CAMPO», Άρχοντας του Πεδίου, που εκλεγόταν από το Συμβούλιο των ευγενών.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η φιέστα αυτή ατόνησε και επανήλθε το 1975 με τη δημιουργία του ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ που το 1981 πήρε την ονομασία ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ (ΟΚΕ), ο οποίος από τότε και μέχρι σήμερα, υπό την αιγίδα και αρωγή του Δήμου Κερκυραίων, είναι ο κύριος φορέας στην προσπάθεια αναβίωσης του Κερκυραϊκού Καρναβαλιού και έχει πετύχει, με την συνεργασία των πολιτιστικών σωματίων του νησιού, να οργανώσει θαυμαστές καρναβαλικές εκδηλώσεις και παρελάσεις αρμάτων και γκρουπ, αλλά και θαυμάσιες θεατρικές και μουσικές παραστάσεις.
Γκιόστρες
Στην Κέρκυρα κατά την περίοδο του Καρναβαλιού, οι Βενετοί, μιμούμενοι την Μητρόπολη, είχαν καθιερώσει ήδη από τον 16ο αιώνα τις «Γκιόστρες , (giostre), το «Ιππηλάσιον» κατά τη μετάφραση από τον Ιταλικό τίτλο.Γκιοστρές Σύμφωνα με μια εκδοχή, η προέλευσή τους φαίνεται να έχει ρίζες Ρωμαϊκές, η μεταφορά δε αυτής της συνήθειας στην Κέρκυρα, σύμφωνα με μαρτυρίες, ξεκίνησε με την παρουσία των πρώτων Λατίνων κατακτητών, γεγονός που τεκμηριώνεται και με την αναφορά παρόμοιων περιπτώσεων και σε άλλα μέρη της Ελλάδος που γνώρισαν τη Δυτική επιρροή (οι ιπποτικοί αγώνες -tournois-του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, επί εποχής Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνου ήταν ξακουστοί σε όλη την Ευρώπη).
Με την αναβίωση του ιπποτικού πνεύματος την περίοδο της Αναγέννησης και την ανασύσταση των ιπποτικών ταγμάτων, οργανώνονται κονταρομαχίες όχι στα πεδία των μαχών, αλλά στα κέντρα των πόλεων και πολλές φορές μέσα στα αρχιτεκτονικά συμπλέγματα των παλατιών. Στη Βενετία επικράτησε η giostra, που αναδείκνυε τις ατομικές πολεμικές αρετές, κάτι που η αναγέννηση ευνοούσε ιδιαίτερα.
Στην Κέρκυρα αθλοθετήθηκαν δύο giostre την περίοδο του Καρναβαλιού. Στην μία έπαιρνε μέρος η νεολαία των οικογενειών που μετείχαν στο Συμβούλιο της πόλης, και στην άλλη οι στρατιώτες της φρουράς. Η δεύτερη τελούταν στο Παλιό Φρούριο ενώ η πρώτη στην Κάτω Πλατεία.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα οι δύο τύποι giostra που συμμετείχε η νεολαία των ευγενών, μεταφέρθηκαν στην Strada Larga (σημερινή οδό Μουστοξύδου, Πλατύ Καντούνι). Την πρώτη, Giostra all’anello, έπρεπε τρέχοντας οι έφιπποι να περάσουν με τη λόγχη ένα δακτυλίδι, στην άλλη Giostra alla quintana ή saracino, έπρεπε να καταφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερα κτυπήματα σε ένα ανδρείκελο. Συντονιστής τους ήταν ο «MAESTRO DI CAMPO», Άρχοντας του Πεδίου, που εκλεγόταν από το Συμβούλιο των ευγενών.
Οι εκπρόσωποι των βενετικών και των κερκυραϊκών αρχών παρακολουθούσαν τον αγώνα από την οικία Midei, που πιθανότατα ταυτίζεται με το αρχοντικό Ricci, με τον μεγάλο εξώστη και τα βενετσιάνικα μουριόνια. Ειδικοί κριτές, οι «κριτές της giostra», τοποθετημένοι σε περίτεχνα διακοσμημένο ξύλινο βάθρο στο τέλος της διαδρομής, έκριναν τον νικητή, στον οποίο απονέμονταν το έπαθλο (palio), ύφασμα χρυσοποίκιλτο, κοσμημένο με την φιγούρα του Αγίου Μάρκου, το έμβλημα της πόλης και τα οικόσημα των διαγωνιζομένων, και ο νικητής προσέφερε το ίδιο βράδυ επίσημο δείπνο στο σπίτι του. Αντίστοιχη ατμόσφαιρα δημιουργούταν και στο Παλαιό Φρούριο στην giostra των στρατιωτών.
Οι γκιόστρες με την ίδια εθιμοτυπική τάξη των Βενετσιάνων συνεχίστηκαν και από τους Άγγλους. Ακόμη και τότε ήταν γεμάτες χρώμα και τόνο αν κρίνει κανείς από την προκήρυξη μιας γκιόστρας το 1834: «Έρως εις τας κυρίας, Τιμή εις τους γενναίους, Δόξα εις τους ανδρείους».
Οι γκιόστρες με την ίδια εθιμοτυπική τάξη των Βενετσιάνων συνεχίστηκαν και από τους Άγγλους. Ακόμη και τότε ήταν γεμάτες χρώμα και τόνο αν κρίνει κανείς από την προκήρυξη μιας γκιόστρας το 1834: «Έρως εις τας κυρίας, Τιμή εις τους γενναίους, Δόξα εις τους ανδρείους».
Πετεγολέτσα
Ένα από τα νέα στοιχεία του Κερκυραϊκού Καρναβαλιού είναι τα πετεγολέτσα ή πετεγόλια (κουτσομπολιά), που βασίζονται στην Κερκυραϊκή διάλεκτο και κάθε χρόνο παίζονται σε υπαίθρια σκηνή, στην κεντρική αγορά της παλιάς πόλης στην Πίνια.Είναι ένα θεατρικό είδος που μοιάζει πάρα πολύ με την COMMEDIA DELL’ ARTE, και είχε καλλιεργήσει ο αξέχαστος θεατρικός συγγραφέας Θεόδωρος Ζαμάνης. Το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής τους σπονδυλώνεται από σατυρικά δεκαπεντασύλλαβα.
Παρουσιάζονται από ηθοποιούς-παρουσιαστές και στο πνεύμα τους εμπερικλείουν αναδρομές εθίμων, παραδοσιακούς τύπους παλιών Κερκυραίων και περισσότερο απ΄ όλα κορφιάτικη διάλεκτο.
Το πρόγραμμα διανθίζεται με ελαφρά ή σατυρικά τραγούδια ντόπιας ως επί το πλείστον δημιουργίας, ή με επτανησιακές καντάδες. Όλα αυτά μαζί καλουπιασμένα στο φόντο μιας εύθυμης καρναβαλίστικης έκφρασης, με βιώματα παλιάς και σύγχρονης εποχής, ολοκληρώνουν ένα σύνολο χαρούμενο, ευχάριστο και γεμάτο με χρώμα και κερκυραϊκό τόνο. Τελευταίο το φινάλε κάθε παράστασης, κορυφώνεται με ένα σκετς (πρόζα) που γίνεται από τα παράθυρα των παρακείμενων σπιτιών.
Το Κερκυραϊκό Καρναβάλι με σημαντικές ποιοτικές διαφορές από τα άλλα Ελληνικά Καρναβάλια, φιλοδοξεί να συνεχίσει μια παράδοση 450 ετών. Εκ μέρους του Οργανισμού Κερκυραϊκών Εκδηλώσεων γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί η ταυτότητα του Κερκυραϊκού Καρναβαλιού, που στηρίζεται στην ιδιοτυπία του Επτανησιακού Πολιτισμού, που συγχώνευσε με επιτυχία τον συστηματικό τρόπο σκέψης της Δύσης με το λαϊκό στοιχείο και την Ελληνικότητα του χώρου.
Το Κερκυραϊκό Καρναβάλι με σημαντικές ποιοτικές διαφορές από τα άλλα Ελληνικά Καρναβάλια, φιλοδοξεί να συνεχίσει μια παράδοση 450 ετών. Εκ μέρους του Οργανισμού Κερκυραϊκών Εκδηλώσεων γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί η ταυτότητα του Κερκυραϊκού Καρναβαλιού, που στηρίζεται στην ιδιοτυπία του Επτανησιακού Πολιτισμού, που συγχώνευσε με επιτυχία τον συστηματικό τρόπο σκέψης της Δύσης με το λαϊκό στοιχείο και την Ελληνικότητα του χώρου.
Post A Comment: